Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2020

Οι κλήδωνες των ερώτων, των μαντινάδων και των αναμνήσεων

Εικόνα
Ήμασταν ένα μάτσο κοριτσόπουλα και περιμέναμε πως και πως τον κλήδονα. Στο χωριό η μέρα αυτή είχε μια ιδιαίτερη λάμψη καθώς κάθε χρόνο ένας καινούριος αγνός έρωτας, ένα φλερτάκι της εποχής, πάντα υπήρχε. Κι η βραδιά του κλήδονα, στο σπίτι ή στην πλατεία είχε πάντα πολλούς θαμώνες, κυρίως νέους και κορίτσια που έλεγαν μαντινάδες ανταλάσσοντας τρυφερά και πότε πότε και φλογερά βλέμματα. Το πιο σπουδαίο από όλα ήταν πως όλα αυτά γίνονταν ενώπιον των μεγάλων χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά μόνο για κείνη τη βραδιά. Πριν φτάσει όμως εκείνη η βραδιά είχαν προηγηθεί άλλα. Πηγαίναμε τα κορίτσια με το σταμνί στη βρύση στη μέση του χωριού, που έφερνε το νερό από τον Αη Γιώργη και παίρναμε το αμίλητο νερό. Και την ώρα που ο ήλιος έφτανε στη μέση του ουρανού πηγαίναμε και ρίχναμε λίγο από αυτό σε ένα πηγάδι, λίγο πιο έξω από το χωριό, και κοιτούσαμε μέσα για να δούμε ποιον θα παντρευτούμε. Η αλήθεια είναι πως όλο και κάτι βλέπαμε, αλλά μάλλον βλέπαμε ότι θέλαμε να δούμε. Κι ύστερα το βράδυ στο

Το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων στα Μούλια και ο πρώτος μου γκρινιάρης

Εικόνα
Ήταν τέτοιες μέρες πολύ παλιά, ίσα που το θυμάμαι. Ο παππούς  μου ο Δημήτρης και η γιαγιά μου η Χριστινιά, ήρθαν και με πήραν, με περισσή αγάπη όπως πάντα, αφού ο Θεός τους είχε στερήσει την κόρη τους αλλά τους άφησε εμένα, να με πάνε σε ένα πανηγύρι. Όχι οποιοδήποτε πανηγύρι, μα το ξακουστό πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων στα Πάνω Μούλια, τον τόπο καταγωγής της γιαγιάς μου. Είχαμε κι έχουμε πολλούς αγαπημένους συγγενείς στο όμορφο χωριό της που είναι κτισμένο αμφιθεατρικά σε μια πλαγιά ατενίζοντας τον εύφορο κάμπο της Μεσαράς. Φτάσαμε το μεσημέρι της παραμονής με το λεωφορείο της γραμμής από τις Μοίρες που πήγαινε στο Ηράκλειο. Μας άφησε στο Μουλιανό πόρο και κατηφορίσαμε, πάντα με μένα να προηγούμαι και να “οδηγώ” την παρέα, προς το χωριό. Γρήγορα φτάσαμε στο φιλόξενο σπιτικό του θείου Χαραλάμπη και χάθηκα στις αγκαλιές, του θείου της θείας Καλλιόπης, ενώ στη σειρά περίμενα να με υποδεχθούν και ο Γιάννης, η Αννούλα, η Στασούλα, τα παιδιά τους. Γνώρισα εκείνες τις μέρες και την αδερ

Γυμναστικές επιδείξεις με γέλια, τσουβάλια και καραμέλες με αλεύρι!

Εικόνα
Απόγευμα κι ο ήλιος καυτός στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Μοιρών. Με τα κοντά μας παντελόνια και τα άσπρα μας μπλουζάκια, τις ελβιέλες με τα άσπρα καλτσάκια και τις άσπρες κορδέλες όλες οι φιλενάδες σε μια γωνιά. Η Βαγγελιώ, η Χαρούλα, το Κατινιώ, το Ρηνιώ, η Βούλα κι όλα τα άλλα τα κορίτσια αγχωμένα συζητούμε μεγαλόφωνα, αν θα τα καταφέρουμε. Είναι το απόγευμα των γυμναστικών επιδείξεων που τις περιμέναμε καιρό και είχαμε κάνει πολλές πρόβες. Οι εποχές στον τόπο μας είναι ταραγμένες, το 1975 η Ελλάδα έχει βγει από ... το γύψο και χρόνια θα κάνει να βρει το βηματισμό της προς τη Δημοκρατία, κάτι έχουμε ακούσει στα σπίτια μας αλλά παιδιά είμαστε και δεν καταλαβαίνουμε και πολλά. Άλλωστε η ώρα περνά και αρχίζουν να καταφθάνουν οι θεατές, οι γονείς, οι παππούδες, οι θείοι, οι νονοί. Με το φυλλοκάρδι να τρέμει μπαίνουμε σε τετράδες και με βήμα, εν δυό, εν δυό κάνουμε το γύρο της αυλής. Ακολουθεί η παράταξη ανά τάξη, ο εθνικός ύμνος και αρχίζουν τα αγωνίσματα, στην τετάστια, για τα παιδικά μ

Το φετινό Καλοκαίρι δεν έχει τίποτα από τα Καλοκαίρια που αγάπησα

Εικόνα
Τούτο το Καλοκαίρι είναι διαφορετικό από κείνα που ξεπηδούν από τις παιδικές μου αναμνήσεις στο χωριό. Εκείνα τα Καλοκαίρια είχαν παιχνίδι, πολύ παιχνίδι, αφόρητη ζέστη στον κάμπο της Μεσαράς και παρέες που ξεκινούσαν νωρίς το πρωί και δεν τέλειωναν ως αργά τη νύχτα. Νωρίς το πρωί σηκωνόμαστε, για να μη χάσουμε τη μέρα και μετά από ένα γρήγορο πρωινό , συνήθως γάλα προβάτου ή κατσίκας με ένα σπιτίσιο παξιμάδι. Μετά όλα τα παιδιά ξεχυνόμαστε στους δρόμους, αν δεν μας έπαιρναν στα χωράφια. Χορταίναμε παιχνίδι, κυνηγητό, σκλαβιά, καλόγερο,σκοινάκι και αυτοσχέδιους αγώνες. Μόλις η μέρα ζέσταινε καλά γυρίζαμε στο σπίτι για φαγητό που συνήθως ήταν πρόχειρο και ελαφρύ. Μετά υποτίθεται πως πηγαίναμε για ύπνο, πολλές φορές στον οντά του παππού. Εκεί προσπαθούσαμε να παίξουμε πιο ήσυχα παιχνίδια αλλά που; Τη γειτονιά ξεσηκώναμε. Τα απογεύματα πάλι παίζαμε και πιο βράδυ λίγο πριν το σούρουπο η γιαγιά έβαζε στην παρασιά της αυλής τη μεγάλη τηγάνα. Εκεί οι τηγανιές με τις ροδοκοκκινισμένες,

Οι Πανελλαδικές που ξεκίνησαν με έκθεση και κλάματα που συνεχίζονται 36 χρόνια

Εικόνα
Σα να ήταν χθες που ξύπνησα με βαρύ κεφάλι κι ένα κενό στο στομάχι. Πρώτη μέρα Πανελλαδικών εξετάσεων κι όλα στο μυαλό μου ένα κουβάρι! Κρίμα το διάβασμα, τσάμπα και τα φροντιστήρια τόσα χρόνια. Ήταν σίγουρο: Δε θα έγραφα τίποτα! Είχα και τη φαεινή ιδέα να θέλω να διορθώσω το βαθμό της Έκθεσης από το 15 που είχα γράψει την προηγούμενη φορά. Η σκέψη ότι αν δεν πήγαινα να γράψω θα έμενε ο περσινός βαθμός με ανακούφισε. Άλλωστε όλη τη χρονιά στο Μεταλυκειακό (υπήρχε κι αυτό τότε) το είχα διαπραγματευτεί αρκετά, και είχα ακούσει τα πάντα. Λυτοί και δεμένοι έπεφταν καθημερινά πάνω μου για να μου πουν πως το 15 ήταν καλός βαθμός στην Έκθεση. Δε πήγαινα δα και στην Τρίτη Δέσμη.. Ξαφνικά είδα το ρολόι να δείχνει 8 παρά 20 κι άρχισα να τρέχω! Στις 8 έπρεπε να έχω περάσει την αυλόπορτα του σχολείου και δεν ήταν και δίπλα. Τρέχοντας σκεφτόμουν πως ο χρόνος θα αποφάσιζε για μένα. Αν δεν προλάβαινα να μπω, δε θα έγραφα. Τελικά όμως πρόλαβα. Λαχανιασμένη και με τη ψυχή στο στόμα πρόλ

Μια μέρα σαν τη σημερινή πάγωσα με 40 βαθμούς θερμοκρασία

Εικόνα
Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, παραμονής της έναρξης των Πανελλαδικών εξετάσεων, το 1983 στις Μοίρες. Ένα καυτό Καλοκαίρι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, με το άγχος να βρίσκεται στα ύψη και την ψυχολογία μας να έχει χτυπήσει κόκκινο. Μετά από μήνες διάβασμα, νυχθημερόν, σχολεία, φροντιστήρια, ξενύχτια λύνοντας εκατοντάδες συναρτήσεις, εντρυφώντας σε δύο σημαντικές διαφορετικές περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας (επανάσταση του 1821 και Μικρασιατική καταστροφή), και προσπαθώντας να μάθουμε το καινούριο μάθημα των εξετάσεων την Κοινωνιολογία, οι τεταρτοδεσμίτες νοιώθαμε έτοιμοι. Μόνο όμως ως εκείνο το απόγευμα που σε κατάσταση πανικού με τη φίλη μου τη Μαρία που διαβάζαμε μαζί δηλώσαμε .... θαρραλέα και σε έξαλλη κατάσταση, στη μαμά μου πως δε θυμόμαστε τίποτα! Μας έφτιαξε ένα καφέ και μας είπε να πάμε μια βόλτα στην αγορά να ξεσκάσουμε. Φτάσαμε στην αγορά περάσαμε τον κεντρικό δρόμο περπατώντας περάσαμε από τα ζαχαροπλαστεία του Τζωρτζάκη και του Στρατιδάκη και περπατώντας και μιλώντας φτάσαμ

Όταν ο παππούς μαγείρευε και όλη η γειτονιά λιγουρευόταν

Εικόνα
Ο παππούς ο Βαγγέλης δεν ήταν μάγειρας, ούτε γευσιγνώστης. Φυσικά δεν ήταν ούτε διατροφολόγος. Ήταν ένας ζωηρός αγρότης, που του άρεσε η παρέα, το καλό κρασί και φυσικά το φαγητό. Όπως ο ίδιος το αντιλαμβανόταν όμως. Η μεγάλη του αδυναμία, κι εδώ “κολλά” το διατροφολόγος αφού πρόκειται για εξαιρετική τροφή ήταν τα αυγά. Βραστά, τηγανητά, στραπατσάδα ακόμα και φρέσκα από το κοτέτσι άψητα. Συνηθίζονταν εκείνα τα χρόνια να τρυπάς ένα αυγό από τις δύο του “κορφές” με μια καρφίτσα και να το ρουφάς. Εκεί πάντως που έδινε ...ρέστα ήταν στα σφουγκάτα και τις ομελέτες. Νομίζω, δεν ξέρω σίγουρα, πως σφουγκάτο είναι το χούρδικο αυτό που το ανακατεύεις με το πιρούνι ενώ ομελέτα αυτό που χρησιμοποιείς ένα σκεύος (καπάκι ή πιάτο) για να το γυρίσεις. Και στις δυο εκδοχές του πάντως ο παππούς αποδεικνυόταν ... σωστός σεφ. Η μαεστρία, το ελαιόλαδο, το χοντρό αλάτι έδιναν θαυμάσια γεύση σε ότι έκανε. Όμως η πραγματικότητα ήταν στην επιλογή των υλικών.  Την εποχή που στο χωριό όλοι έκαναν τα κλασικ

Ένα κουλουράκι κι όλη μας η ζωή στα χρόνια της αθωότητας

Εικόνα
Tα κουλουράκια τα ανακάλυψα, σε καθημερινή και συστηματική βάση, όταν πήγα στο νηπιαγωγείο. Η μητέρα μου με περνούσε τον κεντρικό δρόμο και με άφηνε έξω από το φούρνο του κυρίου Γιώργου, του γείτονα μας του φούρναρη που έκανε τα καλύτερα κουλουράκια του κόσμου! Έπαιρνα δύο κουλουράκια και πήγαινα μόνη μου στο νηπιαγωγείο, στις Μοίρες πριν από δεκαετίες αυτό δεν ήταν επικίνδυνο. Φτάνοντας στο σχολείο ο νους μου ήταν στο διάλλειμα. Καθόμουν στα σκαλιά του Αη-Γιώργη (ήταν η αυλή του νηπιαγωγείου) και μασουλούσα με περισσή απόλαυση τα κουλουράκια μου. Η ευχάριστη αυτή συνήθεια συνεχίστηκε και στο δημοτικό. Μετά το ξέχασα, δε σταμάτησα να τρώγω κουλουράκια, μα θαρρώ πως εκείνη τη γεύση δεν την είχα ξανασυναντήσει. Οι μνήμες αυτές ξύπνησαν ξαφνικά όταν πηγαίνοντας στο φούρνο να πάρω ένα ψωμί είδα στον πάγκο απλωμένα κουλουράκια σαν εκείνα τα παιδικά μας. Τρυφερές αναμνήσεις και γευστικές αναδρομές κατέκλυσαν τη σκέψη μου και έφτιαξαν τη μέρα μου. Το πρωινό μου … ταξιδάκι στο παρελθόν, με

Αν είναι για τα κάλλη αυτά τα χουν κι οι αρκάλοι

Εικόνα
Όταν είμαστε μικρά παιδιά ακούγαμε τις γιαγιάδες να λένε στις κοπελιές στα χωριά μας “Τα κάλλη τα χουν κι οι αρκάλοι” ή σε μια άλλη παραλλαγή “Αν είναι για τα κάλλη αυτά τα χουν κι οι αρκάλοι”. Δεν καταλαβαίναμε, μας άρεσε η ομοιοκαταληξία και το επαναλαμβάναμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τι θα πει αλλά και χωρίς να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία. Τα χρόνια περνούσαν και ξανάκουσα τη γιαγιά μου να επαναλαμβάνει τη φράση εκεί γύρω στην εφηβεία μου, όταν εγώ και οι ξαδέρφες μου αρχίσαμε να γινόμαστε ... κοπελιές! Ξέρετε εκείνο το περίεργο στάδιο που τα κορίτσια παίρνουν το πρώτο τους ζευγάρι παπούτσια με τακούνια και τα φορούν ακόμα και μέσα στο σπίτι, για να τα χορταίνουν και φυσικά για να καμαρώνουν. Τότε που ο καθρέπτης γίνεται προέκταση του ενός χεριού και οι βούρτσες και τα πιστολάκια του άλλου. Στις πρώτες αδέξιες προσπάθειες που στο τέλος βγάζουν ένα αστείο μακιγιάζ. Κι ενώ λοιπόν ετοιμαζόμαστε για το πανηγύρι του χωριού, ρωτώντας η μια την άλλη αν είμαστε όμορφες, η γιαγιά είπε τη φ

Ξυπνώντας γεύσεις αγάπης και νοσταλγίας με ένα μάτσο ανθούς

Εικόνα
Οι μνήμες δε θέλουν πολύ για να ξυπνήσουν. Ακόμα και ένα θρόισμα των φύλλων στα δέντρα από ελαφρύ αεράκι αρκεί. Πόσο μάλλον που αυτήν τη φορά η φωτογραφία που ανάρτησε η καλή φίλη Μαργαρίτα από τον κήπο της ήταν τόσο ζωντανή και με χρώματα που “ταξιδεύουν” έτσι κι αλλιώς. Οι ανθοί, όπως τους λένε τώρα, στο χωριό αθούς τους λέγαμε μου “τσιμπάνε” τα μικρά και τυρφερά δάκτυλα. Ότι κι είχε πάρει να ξημερώνει η μέρα κι εμείς πήραμε τα καλαθάκια μας από το χωριό, κι από τον αποπάνω δρόμο περάσαμε το νεκροταφείο, το πέρα πηγάιδι και με τα πόδια φτάσαμε στην Αμπελιά. Τρια μικρά κορίτσια και μια γιαγιά. Αυτό το χωράφι που παλιά ήταν φυτεμένο με αμπέλι κι είχε γύρω γύρω αμυγδαλιές, τώρα έχει κολοκύθες. Πήγαμε να βρούμε αθούς για ντολμάδες αλλά “τσιμπάνε”. Σιγά σιγά μπαίνουμε στις αυλακιές περνάμε από κάτω τα μικρά μας χέρια και κόβομε τους αρσενικούς βλαστούς που κάνουν τους αθούς, γιατί οι θηλυκοί κάνουν τα κολοκύθια. Κι αυτά στην πάνω μεριά έχουν αθούς αλλά δεν είναι σαν αυτούς που κόβομε

Οι "επιστροφές" που κρύβουν νοσταλγία και γοητεία

Εικόνα
Έχουν μια γλύκα, μια νοσταλγία και μια γοητεία αυτές οι επιστροφές στα παλιά, στους τόπους που ξεκινήσαμε τη ζωή μας. Κυριακή σήμερα κι η βόλτα στα παλιά ξύπνησε αναμνήσεις πολλές. Στο άγνωστο δρόμο, εκείνη την εποχή, για τη Μεσαρά στο μυαλό ξεπήδησαν οι μνήμες από το παλιό λεωφορείο που “αγκομαχούσε” ανεβαίνοντας τους ανεγύρους προς την Αγία Βαρβάρα και η αναγούλα στα παιδικά στομάχια από τις στροφές και τους καπνούς. Γιατί κάποτε, πολλά χρόνια πριν απαγορευόταν “το πτύειν” αλλά όχι και “το καπνίζειν”. Συναντώντας το παλιό εθνικό στο Καστέλλι όλα αρχίζουν να γίνονται πιο γνώριμα, τα Λίσματα που τώρα έχουν πολύ λιγότερα αμπέλια από τότε, τα Καπαριανά που κάποτε ήταν προάστιο των Μοιρών και τώρα έχουν ενωθεί, το Ηρώον από όπου ξεκινήσαμε δεκάδες παρελάσεις κάποιες και υπό βροχή. Το πρώτο μου σχολείο, το νηπιαγωγείο στον Άγιο Γεώργιο που δεν υπάρχει πια και η πρώτη μου δασκάλα η νηπιαγωγός μου η κυρία Πέλλα μου φέρνουν στο μυαλό τρυφερές στιγμές. Πιο πάνω κοντά στο σπίτι μου το πρώτ

Τα πλούσια τραπέζια της φτώχειας στην παλιά Κρήτη

Εικόνα
Είναι βράδυ, χωρίς ηλεκτρικό φως. Τα κούτσουρα τριζοβολούν στο τζάκι και οι φλόγες κάνουν τα δικά τους παιχνίδια. Οι σκιές υπόσχονται ταξίδια μακρινά. Στη σάλα που είναι και κουζίνα και παρακούζινο κι αν χρειαστεί και κρεββατοκάμερα, ο Βαγγέλης και η Μαρία κάθονται στις δύο άκρες του τραπεζιού. Η Μαρία κρατά στα χέρια της ένα μωρό και έξι παιδιά τριγυρίζουν όρθια γύρω από το τραπέζι. Δεν υπάρχουν άλλες καρέκλες. Στη μέση του τραπεζιού ξεχωρίζει μια λεκανίδα με πολλές βρούβες και λίγο λάδι. Ένα γεμάτο πιάτο σταφιδολιές κι ένα με λίγο τυρί. Ίσα ένα κομματάκι για τον καθένα. Καύκαλα με κρίθινο παξιμάδι για όλους. Όλο το Καλοκαίρι θέριζαν μικροί και μεγάλοι στον κάμπο της Μεσαράς. Τα μικρά χέρια απλώνονται και η Μαρία, πιο πολύ κι από μισότυφλη, όσο βλέπει χαμογελά. Το ίδια είχαν κάνει το πρωί με τους τηγανίτους με το πετιμέζι και το μεσημέρι με τα ξερά κουκιά με τις σαρδέλες της πολυτέλειας. Κάθε πρωί που ξυπνά η καλοκάγαθη Μαρία λέει “έχει ο Θεός” και ξεκινά τη μέρα της

Τα παιδιά που "σήκωσαν" στις πλάτες τους το όνειρο της Κρητικής υπαίθρου

Εικόνα
Ήταν τέτοιες μέρες πριν από 37 χρόνια, που όλα τα σπίτια που είχαν 18χρονα παιδιά στη Μεσαρά, είχαν τα φώτα τους αναμμένα όλη νύχτα. Η σειρά του 1983 στο Λύκειο Μοιρών ετοιμαζόταν να δώσει τις Πανελλήνιες εξετάσεις που για άλλη μια φορά αποτελούσαν το “πείραμα” και για πρώτη φορά οι εξετάσεις θα γίνονταν με δέσμες. Φροντιστήρια, διάβασμα και σχολείο, γιατί εκείνη την εποχή δε φεύγαμε από το σχολείο για να διαβάσουμε. Γύρω στα εκατό παιδιά από τρία τμήματα καρδιοχτυπούσαν καθημερινά και διάβαζαν, διάβαζαν πολύ. Τα μάτια έλαμπαν, από το ξενύχτι, την αγωνία και την ελπίδα για όσα θάρχονταν. Στο λίγο ελεύθερο χρόνο μετρούσαμε μόρια, συζητούσαμε για βάσεις και χαριτολογώντας λέγαμε πόσους “αντιπάλους” θα έπρεπε ... εξοντώσουμε για να περάσουμε σε μια σχολή. Στην τέταρτη δέσμη πάντως περνούσε ο ένας στους δέκα! Σήμερα ανακοινώθηκε ότι στις φετινές Πανελλαδικές θα περάσουν οι οκτώ στους δέκα. Τότε οι Πανελλαδικές, δεν ξέρω αν ήταν πιο εύκολες ή πιο δύσκολες, ήταν όμως για τα παιδιά των χω

Δροσερά ροβιθάκια: Η ανεπανάληπτη γεύση των παιδικών μας χρόνων

Εικόνα
Πρώτα ξεχώριζες από μακριά το μοναδικό ζωηρό πράσινο χρώμα τους. Όσο πλησίαζες στο χωράφι μύριζες – άκουγες το λέγαμε εμείς – τη μυρωδιά τους. Κι όταν τα έβαζες στο στόμα πετώντας το φλούδι ένιωθες  την ανεπανάληπτη γεύση τους. Τα δροσερά ρεβύθια, τα ροβιθάκια όπως τα λέγαμε παιδιά, ήταν τα αγαπημένα μας τέτοια εποχή. Και τρώγαμε σχεδόν κάθε μέρα γιατί τότε μαζί με τα στάρια και τα κριθάρια πολλοί ήταν αυτοί που φύτευαν ρεβίθια, ταγή, ρόβι κι άλλα “τρόφιμα” για τους ανθρώπους και τα ζώα που αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της κάθε οικογένειας. Έτσι κάθε που πηγαίναμε στη Βάγγα, στους Τροχάλους, στο Πέρα Πηγάιδι, στο Ραγκαβά όλο και κάποιος συγγενής ή χωριανός μας φίλευε από τα ροβιθάκια του. Ήταν ένα κέρασμα που δεν αρνιόμασταν ποτέ καθώς η αλμυρούτσικη και δροσερή γεύση τους μας άρεσε. Ιδιαίτερα ο παππούς μας με δεκαεφτά εγγόνια πάντα φύτευε και αμφιβάλλω αν ποτέ κατάφερε να φυλάξει ξερά στα πιθάρια που είχε τους “καρπούς” δίπλα στο πατητήρι στην αποθήκη που μεσολαβούσε ανάμεσα σ

Με κανέλα, αμύγδαλα και φροντίδα για αυτούς που μας λείπουν

Εικόνα
Ιδιαίτερη μέρα στα παιδικά μας χρόνια ήταν το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής. Το Σάββατο που ακολουθούσε το επόμενο της Ανάληψης. Όπως όλα τα Ψυχοσάββατα μύριζαν κανέλα, γαρύφαλο και καβουρντισμένο αμύγδαλο αλλά αυτό ήταν όπως έλεγε σημαντικό γιατί μνημονεύονταν όλοι οι νεκροί από τον Αδάμ και την Εύα ως τους τελευταίους. Η Παρασκευή πριν το Ψυχοσάββατο ήταν μεγάλη μέρα στο σπίτι της γιαγιάς, Με παρέα, μεγάλη παρέα. Πολλά παιδιά, κορίτσια κι αγόρια που πηγαίναμε το απόγευμα με το σακουλάκι ακούγαμε ακίνητοι, συγκινημένοι και με κατάνυξη τον εσπερινό – μνημόσυνο, και μετά οι γιαγιάδες μας γέμιζαν τα σακουλάκια κόλλυβα . Κι είχαν εκείνα τα χειροποίητα σπιτικά κόλλυβα , με το σιτάρι βρασμένο στα τζάκια των σπιτιών, όλα τα καλούδια, σταφίδες, καρύδια, αμύγδαλα, ρόγδι, αλεσμένο στραγάλι (πατούδο), καβουρντισμένο σουσάμι. Και είχαν ζάχαρη χοντρή μέσα, και άχνη από πάνω για στόλισμα. Στη μέση του πιάτου ένας σταυρός σχηματισμένος με καβουρντισμένα αμύγδαλα και το πιάτο στολισμένα με μ

Ο σιδεράς που μου έμαθε .... να μετράω τα άστρα

Εικόνα
Ο θείος μου ο Βασίλης ήταν ευαίσθητος και αντισυμβατικός. Ήταν όμορφος και δυνατός αλλά διέφερε από τους θείους που ως τότε ήξερα. Μπήκε, ξαφνικά μπορώ να πω, στη ζωή μου όταν ήμουν 10 χρονών με μια εξ αγχιστείας συγγένεια από κείνες που θαρρείς πως ο Θεός σου χάρισε. Πολυταξιδεμένος στα νιάτα του φθάνοντας ως την Αμερική και την Αυστραλία δουλεύοντας ως ναυτικός στα καράβια. Στη συνέχεια είχε γίνει σιδεράς και κάποια στιγμή η ζωή του τον “έριξε” στη Μεσαρά, που δεν ήταν ο τόπος του αλλά έγινε η δική του πατρίδα. Κάθε βράδυ, ανάλογα με τον καιρό καθόμαστε στην αυλή και “ταξιδεύαμε” στα άστρα. Κοιτώντας άλλοτε τον υπέρλαμπρο ουρανό κι άλλοτε τον αδιαπέραστο από το γυμνό μάτι, ο θείος που έλεγε όλα τα παιδιά μπαρμπούνια, μου έλεγε για την Πούλια, τον Αυγερινό, την πολική άρκτο. Κάποιες φορές ξενυχτούσαμε για να τα δω και να μάθω πως και τα αστέρια έχουν την ώρα τους. Κι ανάμεσα σε κουβέντες για τα καγκουρώ που είχε δει και τα δάση που πήγε μάθαινα πως η γη είναι μεγάλη και το σύμπαν

Τα παγωτά γνωστού λυράρη που γλύκαναν τα παιδικά μας χρόνια

Εικόνα
Την εποχή που ήμασταν παιδιά παγωτά το Χειμώνα δεν είχε. Μόνο το Καλοκαίρι, τα πρώτα τα χύμα από τα ζαχαροπλαστεία από το Μεγάλο Σαββάτο που τρώγαμε στο παζάρι των Μοιρών το πρώτο χωνάκι κι ύστερα τέτοιες μέρες τα διάσημα παγωτά της εποχής σε όλη την Κρήτη τα παγωτά “Λύρα”. Είχαμε δε την τύχη να ζούσε στον τόπο όπου φτιάχνονταν εκείνα τα παγωτά που ακόμα ξυπνούν τη μυρωδιά της παιδικής μας ηλικίας στον τόπο που μεγαλώναμε, τις Μοίρες. Εκεί στο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής του Κλάδου στην κεντρική πλατεία των Μοιρών και ύστερα στον Πομπιανό δρόμο όπου ως σήμερα βρίσκεται η οικογενειακή επιχείρηση. Το όνομα Κλάδος καθόλου τυχαίο δεν ήταν. Εμπνευστής και δημιουργός της βιομηχανίας παγωτού και εργοστασίου ζαχαροπλαστικής ο αείμνηστος Λυράρης από το Αμάρι Λεωνίδας Κλάδος ο οποίος πολιτογραφήθηκε ως Μεσαρίτης όταν τη δεκαετία του 50 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Κλειώ στις Μοίρες. Το όνομα της εταιρείας και φυσικά των παγωτών ήταν “Λύρα”. Και ήταν διάσημα στην εποχή τους ιδιαίτερα το ξυλ

Όλος ο παράδεισος της φύσης και των ανθρώπων σε μια σαλάτα

Εικόνα
Είναι κάτι γεύσεις που σου μένουν στο στόμα όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αρκεί να κλείσεις τα μάτια κι έρχονται όλα μαζί. Μυρωδιές, γεύσεις, άνθρωποι και η ανεμελιά των παιδικών Καλοκαιριών. Κάπως έτσι ξεπήδησε στη σκέψη μου κι εκείνη η σαλάτα, η δροσιστική και χορταστική, τα καυτά παιδικά Καλοκαίρια στη Μεσαρά. Συνήθως την έφτιαχναν οι μεγάλοι σε τεράστιες λεκάνες και όχι δε σερβιριζόταν ο καθένας στο πιάτο του. Δύο – δύο, τρία – τρία τα παιδιά και οι μεγάλοι έτρωγαν από το ίδιο πιάτο. Ήταν ένα φαγητό σπιτιού αλλά και εξοχής και ήταν μια παραλλαγή χωριάτικης σαλάτας που είχε μέσα ότι μπορούσε να βρει κανείς σε ένα χωριάτικο σπίτι. Τα αυγά και οι πατάτες άφθοντα βράζονταν τα ξημερώματα στο χωριό κι έμπαιναν στο καλάθι. Μαζί και το τυροζούλι, με ντόπιο γάλα πηγμένο με συκιά, διατηρημένο στο λάδι και ελιές. Τα αυγά φυσικά φρέσκα από το κοτέτσι κι οι πατάτες από το χωράφι μας και μετά από την αποθήκη μας. Και τα κρεμμύδια από την πλεχτή. Το καλάθι συμπλήρωνε ένα μπουκάλι λάδι κι ένα μπουκάλ

Ο δικός μου κίτρινος κάμπος στον καυτό Πρωτοούλη

Εικόνα
Ένας κατακίτρινος κάμπος ξεπροβάλλει μπρος στα παιδικά μου μάτια. Στέκω στην Κεφάλα κι αγναντεύω τον κάμπο της Μεσαράς, με τον ήλιο καυτό να με καίει. Όχι δεν είναι οι ελιές, τα θερμοκήπια ή τα κηπευτικά που τώρα κατακλύζουν τον κάμπο. Είναι τα κατακίτρινα στάχυα, σιτάρια και κριθάρια. Η προηγούμενη εκδοχή του κάμπου που οι νεώτεροι δεν έφτασαν. Είναι λίγο πριν οι ξακουστές θερίστρες του κάμπου με τα λευκά τσεμπέρια και τα μακρυμάνικα ποκάμισα μέσα στο λιοπύρι, ξεχυθούν στον κάμπο και τα δραπάνια τους πάρουν φωτιά. Θα θερίσουν όλοι αυτήν την κίτρινη θάλασσα πιάνοντας τα στάχυα από τη μέση του κοτσανιού με τα χέρια τους. Και χραπ με το δραπάνι στην κάτω μεριά θα θερίσουν νωρίς το πρωί κι αργά το απόγευμα και θα κάνουν θημωνιές. Βλέπετε μπήκε ο Ιούνιος (Πρωτοούλη τον λέει η γιαγιά) και είναι ο μήνας ο θεριστής. Και μετά θα ρθει η ώρα των αλωνιών και εκεί με το ζευγάρι (τα βόδια) και το βολόσυρο θα γίνει η πρώτη δουλειά. Και θα ακολουθήσει το λίχνισμα για να ξεχωρίσει και η ήρα από τ

Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα

Εικόνα
Τι θα μπορούσε άραγε να κάνει έναν άνθρωπο που γράφει καθημερινά πάνω από τριάντα χρόνια, εξαιρουμέων αυτών του σχολείου, να θέλει να δημιουργήσει ένα μπλοκ; Είναι όσα δεν προλαβαίνω να γράψω στα μέσα στα οποία εργάζομαι ή όσα δεν ταιριάζουν σε κανένα προφίλ μέσου. Οι πολύτιμες, για μένα, αναμνήσεις μου, πράγματα που ακουμπούν τις πιο ενδόμυχες ανάγκες και ανησυχίες μου και το φως που έρχεται από το παρελθόν το παρόν και το μέλλον, με αναμνήσεις, μυρωδιές, αγγίγματα, αγκαλιές κι ελπίδες. Η ανάγκη έκφρασης όσων νοιώθω πως θέλω να μοιραστώ, σε ένα ιστολόγιο προσωπικό, χωρίς το τρέξιμο και την αγωνία του ρεπορτάζ. Κάπου εκεί την ώρα που χαμηλώνουν τα φώτα της μέρας και ο νους ταξιδεύει, θυμάται, υποφέρει και ελπίζει. Και η ανάγκη να μοιραστώ όσα διαπιστώνω καθημερινά πως περνούν κι από των άλλων τις ζωές αφήνοντας τα αποτυπώματα τους. Μαρία Καλλέργη, δημοσιογράφος