Όλος ο παράδεισος της φύσης και των ανθρώπων σε μια σαλάτα
Είναι κάτι γεύσεις που σου μένουν στο στόμα όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αρκεί να κλείσεις τα μάτια κι έρχονται όλα μαζί. Μυρωδιές, γεύσεις, άνθρωποι και η ανεμελιά των παιδικών Καλοκαιριών.
Κάπως έτσι ξεπήδησε στη σκέψη μου κι εκείνη η σαλάτα, η δροσιστική και χορταστική, τα καυτά παιδικά Καλοκαίρια στη Μεσαρά. Συνήθως την έφτιαχναν οι μεγάλοι σε τεράστιες λεκάνες και όχι δε σερβιριζόταν ο καθένας στο πιάτο του. Δύο – δύο, τρία – τρία τα παιδιά και οι μεγάλοι έτρωγαν από το ίδιο πιάτο.
Ήταν ένα φαγητό σπιτιού αλλά και εξοχής και ήταν μια παραλλαγή χωριάτικης σαλάτας που είχε μέσα ότι μπορούσε να βρει κανείς σε ένα χωριάτικο σπίτι. Τα αυγά και οι πατάτες άφθοντα βράζονταν τα ξημερώματα στο χωριό κι έμπαιναν στο καλάθι. Μαζί και το τυροζούλι, με ντόπιο γάλα πηγμένο με συκιά, διατηρημένο στο λάδι και ελιές. Τα αυγά φυσικά φρέσκα από το κοτέτσι κι οι πατάτες από το χωράφι μας και μετά από την αποθήκη μας. Και τα κρεμμύδια από την πλεχτή. Το καλάθι συμπλήρωνε ένα μπουκάλι λάδι κι ένα μπουκάλι κρασί, φυσικά παραγωγής της οικογένειας αλλά και ένα σακούλι πάνινο με παξιμάδια από το μεγάλο πιθάρι όπου φυλάσσονταν το ζυμωτό του μήνα όταν έβγαινε από τον ξυλόφουρνο.
Το περβόλι, ο παράδεισος
Μετά στην εξοχή υπήρχε κοντά στο χωράφι που θερίζανε ή στο αμπέλι που τρυγούσανε, το περβόλι. Κι αν ήταν κοντά ένα τέταρτο νωρίτερα το ξεκίνημα με τα κτήματα (γαιδουράκια και σπανίως κανένα μουλάρι) και τα πόδια φυσικά, αφού δεν μπορούσαν τα ζώα να τους πάρουν όλους.
Εκεί ήταν ο παράδεισος! Αγγουράκια, ντοματούλες, και γλιστρίδα. Η μεγάλη τεράστια λεκανίδα, συνήθως τσίγκινη “περίμενε” κάτω από τον παχύ ίσκιο της ελιάς όσοι ώρα οι άνθρωποι αλλά και τα παιδιά δούλευαν στο χωράφι, μαζί με τα τρόφιμα και τα σύνεργα παρασκευής.
Μια ώρα πριν το μεσημεριανό φαγητό, τα παιδιά πήγαιναν να πλύνουν τα λαχανικά με νερό από το κανιστράκι, να τα καθαρίσουν μαζί με τις πατάτες και τα αυγά. Και μετά έχονταν οι μεγάλοι. Εκεί άρχιζε το κυρίως έργο της παρασκευής του φαγητού, στα γόνατα ή καθισμένοι κατάχαμα κάτω από την ελιά.
Με το πηρούνι η πατάτα
Τα αγγουράκια,τα κρεμμύδια, τα αυγά, η γλυστρίδα κι η ντομάτα κόβονταν με το μαχαίρι. Κι η πατάτα με το πηρούνι για να πιεί “λάδι”. Μέσα στην τεραστίων διαστάσεων σαλάτα έμπαιναν ελιές αλλά και θρυμματισμένο το τυροζούλι που είχε μείνει από το κολατσό. Φέτα δεν υπήρχε αλλά καμμιά φορά έμπαινε κα ξυνομυζήθρα. Πολλές φορές κι ότι άλλο υπήρχε κανένα τουρσί ή κάπαρη. Μερικοί έβαζαν μέσα και κομματιασμένο παξιμάδι.
Την τελική πινελιά έβαζε ... μια κουβαρντού που λάδωνε τη σαλάτα, με μισό μπουκάλι λάδι, και το απαραίτητο αλάτι. Και μετά όλοι έτρωγαν με απίστευτη όρεξη, δύο δύο ή τρεις τρεις ή και όλη μαζί από την ίδια γαβάθα.
Μετά μπόλικο δροσερό νερό και λίγος ύπνος κάτω από την ελιά για να “σπάσει” η μέρα στα δύο, πριν συνεχιστεί η “μάχη” στο χωράφι. Ένας ύπνος σύντομος και ξεκουραστικός.
Κι όταν το βράδυ οι γειτόνοι ρωτούσαν τα παιδιά τί έφαγαν έλεγαν μια “σαλατίτσα” ενώ στην ουσία επρόκειτο για ένα μεγαλοπρεπέστατο γεύμα, με υλικά – δυναμίτες που τότε ήταν αυτονόητα και σήμερα γίνονται ζητούμενα.
Υστερόγραφο: Τα χρόνια που πέρασαν είχα την ευκαιρία να γευτώ πολλές και διαφορετικές γεύσεις σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Την γεύση όμως, τη χόρταση και την αγαλίαση που μου διναν εκείνες οι “σαλατίτσες” των παιδικών μου χρόνων δεν την ξαναβρήκα πουθενά. Και φυσικά έγινε με τα χρόνια η γεύση των αναμνήσεων μου και μιας αγνής παιδικής ηλικίας που χάθηκε στην πορεία των χρόνων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου