Οι κλήδωνες των ερώτων, των μαντινάδων και των αναμνήσεων
Ήμασταν ένα μάτσο κοριτσόπουλα και περιμέναμε πως και πως τον κλήδονα. Στο χωριό η μέρα αυτή είχε μια ιδιαίτερη λάμψη καθώς κάθε χρόνο ένας καινούριος αγνός έρωτας, ένα φλερτάκι της εποχής, πάντα υπήρχε.
Κι η βραδιά του κλήδονα, στο σπίτι ή στην πλατεία είχε πάντα πολλούς θαμώνες, κυρίως νέους και κορίτσια που έλεγαν μαντινάδες ανταλάσσοντας τρυφερά και πότε πότε και φλογερά βλέμματα. Το πιο σπουδαίο από όλα ήταν πως όλα αυτά γίνονταν ενώπιον των μεγάλων χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά μόνο για κείνη τη βραδιά.
Πριν φτάσει όμως εκείνη η βραδιά είχαν προηγηθεί άλλα. Πηγαίναμε τα κορίτσια με το σταμνί στη βρύση στη μέση του χωριού, που έφερνε το νερό από τον Αη Γιώργη και παίρναμε το αμίλητο νερό.
Και την ώρα που ο ήλιος έφτανε στη μέση του ουρανού πηγαίναμε και ρίχναμε λίγο από αυτό σε ένα πηγάδι, λίγο πιο έξω από το χωριό, και κοιτούσαμε μέσα για να δούμε ποιον θα παντρευτούμε.
Η αλήθεια είναι πως όλο και κάτι βλέπαμε, αλλά μάλλον βλέπαμε ότι θέλαμε να δούμε.
Κι ύστερα το βράδυ στο σταμνί, βγάζαμε τα “ριζικάρια”, συνήθως ένα παιδί, αφού μελετούσαμε ποιανού ήταν κι άρχιζαν οι μαντινάδες.
Στην αρχή οι μαντινάδες ήταν οι απλές και οι συνηθισμένες σαν αυτήν:
“Ανοίξετε τον Κλήδονα τ’ Αϊ-Γιαννιού τη χάρη κι από ‘χει μήλο κόκκινο ας έρθει να το πάρει” .
Όσο περνούσε η ώρα οι μαντινάδες γίνονταν πιο ερωτικές με τους θαρραλέους
Κι όταν νύχτωνε καλά, τη σκυτάλη έπαιρναν οι μεγαλύτεροι κι άρχιζαν τα καθαρογλωσσίδια. Η βραδιά τέλειωνε πάντα με γέλια, ευχές, όνειρα και ελπίδες για καινούριους έρωτες που γεννιόνταν στον κλήδωνα, στο λαμπερό φως του Ιούνη κάτω από το Μεσαρίτικο ουρανό.
Έχω χρόνια να πάω σε ένα κλήδωνα σαν τους παλιούς στο χωριό μου, τους αυτοσχέδιους και αυθόρμητους που θυμάμαι πως έκαναν σε όλα τα γυροχώρια.
Μου λείπουν οι κλήδωνες, και το άρωμα της εποχής, τα νιάτα μας, οι γονείς και οι παππούδες μας που δεν είναι πια στη ζωή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου