Δροσερά ροβιθάκια: Η ανεπανάληπτη γεύση των παιδικών μας χρόνων
Πρώτα ξεχώριζες από μακριά το μοναδικό ζωηρό πράσινο χρώμα τους. Όσο πλησίαζες στο χωράφι μύριζες – άκουγες το λέγαμε εμείς – τη μυρωδιά τους. Κι όταν τα έβαζες στο στόμα πετώντας το φλούδι ένιωθες την ανεπανάληπτη γεύση τους.
Τα δροσερά ρεβύθια, τα ροβιθάκια όπως τα λέγαμε παιδιά, ήταν τα αγαπημένα μας τέτοια εποχή. Και τρώγαμε σχεδόν κάθε μέρα γιατί τότε μαζί με τα στάρια και τα κριθάρια πολλοί ήταν αυτοί που φύτευαν ρεβίθια, ταγή, ρόβι κι άλλα “τρόφιμα” για τους ανθρώπους και τα ζώα που αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της κάθε οικογένειας.
Έτσι κάθε που πηγαίναμε στη Βάγγα, στους Τροχάλους, στο Πέρα Πηγάιδι, στο Ραγκαβά όλο και κάποιος συγγενής ή χωριανός μας φίλευε από τα ροβιθάκια του.
Ήταν ένα κέρασμα που δεν αρνιόμασταν ποτέ καθώς η αλμυρούτσικη και δροσερή γεύση τους μας άρεσε. Ιδιαίτερα ο παππούς μας με δεκαεφτά εγγόνια πάντα φύτευε και αμφιβάλλω αν ποτέ κατάφερε να φυλάξει ξερά στα πιθάρια που είχε τους “καρπούς” δίπλα στο πατητήρι στην αποθήκη που μεσολαβούσε ανάμεσα στο σπίτι και το αχίρι (αχυρώνα).
Αργότερα ροβιθάκια σε ματσάκια αγοράζαμε από τις Μοίρες που τα πουλούσαν στο παζάρι
του Σαββάτου ή και τα απογεύματα τις καθημερινές από περιπλανώμενοι έμποροι στην κεντρική αγορά.
Μέχρι σήμερα κατά καιρούς βρίσκω ροβιθάκια, τα τελευταία τα πήρα από την είσοδο του λιμανιού στο βόρειο λιμενοβραχίονα στο Ηράκλειο. Την ίδια γεύση πάντως με αυτήν που είχαν αυτά που τρώγαμε παιδιά δεν την έχουν. Και υποθέτω πως δε “φταίνε” τα ροβιθάκια αλλά εμείς που μεγαλώσαμε, και χάσαμε μαζί με τα παιδικά μας χρόνια, την αθωότητα, τη χαρά και τις γεύσεις που κάποτε μας ενθουσίαζαν.
Στο χωριό μου δεν έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια να φυτεύουν ρεβίθια. Δεν έχουν πια ούτε πιθάρια για να αποθηκεύουν όσπρια για το Χειμώνα, τα παίρνουν από το σούπερ μάρκετ. Όπως έλεγε κι ο παππούς τα τελευταία χρόνια της ζωής του: “παντέρμη εξέλιξη και πράμα δεν ήφηκες”.
Υπεροχες μνημες των παιδικων μας χρονων...ευχαριστουμε!...
ΑπάντησηΔιαγραφή