Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2020

Όταν ο κάμπος της Μεσαράς ήταν γεμάτος χοντρολιές, γαϊδουράκια και χαρούμενες παρέες

Εικόνα
  Τις Κυριακές από τα μέσα του Νοέμβρη και μετά αλλά και τις διακοπές των Χριστουγέννων, σαν ήμασταν παιδιά, ξυπνούσαμε αξημέρωτα. Ήταν οι μέρες που είχαμε κενές από το σχολείο, αφού τα Σάββατα κάναμε μάθημα, αλλά τις Κυριακές παίρναμε άδεια από τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Μόλις σηκωνόμαστε παίρναμε το πρωινό στα γρήγορα και σε λίγα λεπτά ήμασταν στο δρόμο. Με τα παγωμένα χεράκια μας μέσα στις τσέπες, με σκούφους και μπολιδάκια στα κεφάλια και τα παγωμένα μας πόδια μέσα σε κόκκινα λαστιχένια γαλοτσάκια. Στο δρόμο για τα σώχωρα, τις ελιές στον Άγιο Παντελεήμονα, στους Τροχάλους, στις Καλυφτές, στου Κλαρώνι ή στου Κατρίνη το Μύλο συναντούσαμε κι άλλες παρέες. Περπατούσαμε, μερικές φορές και πέντε χιλιόμετρα, για να φτάσουμε στο λιόφυτο. Ήταν πριν ο κάμπος της Μεσαράς γεμίσει με κορωνέικες ελιές, τα γνωστά μας ψιλολίδια και πριν έρθουν τα σκαφτικά και οι τρίκυκλες ... ως μέσα μεταφοράς. Έτσι όλα τα νοικοκυριά είχαν το γαϊδουράκι  τους. Εμείς είχαμε μια θεόρατη θηλυκιά καφέ γαϊδούρα

Οι νοικοκυρές παλιάς κοπής που μοίραζαν αγάπη και φαγητά στις ρούγες

Εικόνα
H  Άννα έψηνε το καλύτερο χούρδικο σφουγκάτο στην παρασιά της αυλής της. Με πολλές πατάτες, πολλά αυγά και μοχομύριζε όλη η γειτονιά. Η Φροσύνη έφτιαχνε  το καλύτερο γιαχνί στην κουζίνα του μικρού σπιτιού της δίνοντας πραγματικά άλλη νοστιμιά κι άλλη αξία σε ντόπια φασολάκια, μπάμιες, κολοκύθια, μελιτζάνες και ντομάτες. Η Κωστούλα που πρόσφατα είχε έρθει πρόσφατα στο χωριό έκανε το καλύτερο ψητό κατσαρόλας, λεμονάτο και πεντανόστιμο με όλους να θέλουν να δοκιμάσουν. Η Ελένη η γειτόνισσα “ξεσήκωνε” με γεύσεις και αρώματα τη γειτονιά όταν κάθε τόσο κι όχι μόνο το Πάσχα έφτιαχνε καλιτσούνια, με δική της συνταγή. Η μαμά μου, η δικιά μου Ελένη, ήταν ξακουστή για το εξαιρετικό στιφάδο της που όταν έκλεισε το μαγαζί και βγήκε στη σύνταξη το έψηνε στο παρακούζινο στο παλιό της πετρογκάζ και μύριζε πιπεράκι και κίμινο όλη η πάνω ρούγα. Νοικοκυρές παλιές όλες, θείες και γειτόνισσες, όλες θείες τις λέμε στο χωριό έκαναν όχι μόνο το καλύτερο φαγητό αλλά το δοκιμάζαμε όλοι συχνά πυκνά. Ήταν

Μικρές Απόκριες, άλλη μια ευκαιρία για τραπεζώματα και παιχνίδια

Εικόνα
  Όταν άρχιζαν οι μέρες να μικραίνουν και έπιαναν τα πρώτα κρύα, συνήθως είχαμε και τις μικρές Απόκριες. Μέρες σαν τη χθεσινή, αφού από σήμερα ξεκίνησε και επίσημα η νηστεία των Χριστουγέννων, που κανονικά δε θα πρεπε να της δίνουμε σημασία αφού η νηστεία της ήταν πιο ελαστική και δε νήστευαν όλοι. Περισσότερο βέβαια εμείς τα παιδιά, που σημασία στη νηστεία δε δίναμε αλλά και τις μικρές αυτές Απόκριες τις θέλαμε. Για να ακριβολογούμε θέλαμε πάλι να μαζευτούμε για ένα ακόμα τσιμπούσι και μια ακόμα παρέα κι ας ήταν λίγες μέρες από του Αη Γιώργη του M εθυστή που πάλι παρέες και τραπέζια κάναμε στο σπίτι του παππού. Αλλά βλέπετε εκείνα τα χρόνια στα χωριά μας δεν υπήρχαν και πολλές διασκεδάσεις όπως σήμερα, ακόμα και στην τηλεόραση την ΕΙΡΤ βλέπαμε και την ΥΕΝΕΔ κι εννοείται πως κι από αυτήν δεν είχαν όλα τα σπίτια. Έτσι κάθε ευκαιρία ήταν αξιοποιήσιμη αλλά και εξαιρετικά εύκολο να στηθεί ένα γιορτινό τραπέζι. Δυο όρνιθες από το κοτέτσι σου για τη σούπα με δικά σου λεμόνια κι αυγά, πι

Μυρίζουν ακόμα τα ψητά των παιδικών μας χρόνων από τον ξυλόφουρνο της γειτονιάς

Εικόνα
Τα μεσημέρια της Κυριακής στον τόπο που πέρασα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου ως παιδί, στις Μοίρες, είχαν μυρωδιές. Πολλές και εξαιρετικές. Μυρωδιές από φρεσκοψημένο ψητό αρνί στον ξυλόφουρνο, μοσχαράκι γιουβέτσι ή και σπιτικό παστίτσιο. Αμέσως μετά τον εκκλησιασμό στον Άγιο Γεώργιο, οι νοικοκυρές έμπαιναν βιαστικά στην κουζίνα και ολοκλήρωναν το ταψί που είχαν ετοιμάσει νωρίς το πρωί, και κατέβαιναν με τα ταψιά και τα παιδιά στο κεντρικό δρόμο εκεί που ήταν ο αγαπημένος φούρνος της περιοχής μας. Ο φούρναρης ο Γιώργος Σφακιανάκης και η αείμνηστη σύζυγος του Ελένη, είχαν κάνει κι αυτοί την ετοιμασία τους- τι κι αν ήταν Κυριακή ποτέ δε σταματούσαν να δουλεύουν αυτοί οι άνθρωποι, περίμεναν τους Κυριακάτικους πελάτες. Άνθρωποι μεροκαματιάρηδες, αγρότες, καταστηματάρχες αλλά και κάποιοι πιο εύποροι αφού οι φούρνοι εκείνα τα χρόνια στα σπίτια δεν ήταν διαδεδομένοι οι φούρνοι, οι ίδιοι, οι σύζυγοι τους ή τα μεγάλα τους παιδιά έφθαναν με τα ταψιά. Ήταν όλοι ντυμένοι με καθαρά και σιδερ

Μετά τον Αη Γιώργη τον Καλαμιάρη ανοίγαμε το τεράστιο βαρέλι του παππού

Εικόνα
  T έτοια μέρα πάντα, ακόμα κι όταν είχαμε σχολείο, μια κοπάνα τη δικαιούμασταν κι εμείς, πάντα ανηφορίζαμε ως τον Αη Γιώργη τον Καλαμιάρη. Ήταν η δεύτερη μέρα που τον γιορτάζαμε κάθε χρόνο, εκτός από τις 23 του Απρίλη, ή και τη Δευτέρα του Πάσχα όταν αναγκαστικά η εορτή του γινόταν κινητή, που νωρίς το πρωί παίρναμε το δρόμο με τα πόδια. Περπατούσαμε την ανηφόρα στον Τριχά, στο χωματένιο δρόμο ως τη δεξαμενή. Η γιαγιά, οι θείες και τα παιδιά όλοι μια παρέα. Εκεί σταματούσαμε και παίρναμε μια βαθιά ανάσα αφήνοντας τα μάτια μας να αγναντέψουν τον κάμπο της Μεσαράς ως τις ρίζες του Ψηλορείτη κ αι ξεκινούσαμε ξανά στρίβοντας δεξιά στο επίσης χωματένιο δρόμο. Εκεί άρχιζε και μια κατηφορίτσα στην οποία άρχιζε το “παιχνίδι”. Τα σπρωξίματα, τα πειράγματα κρατούσαν ως τη γωνία που συναντούσαμε τη μεγάλη χαρουπιά για να μπούμε στην τελική ευθεία για τον Αη Γιώργη τον Καλαμιάρη. Εκεί σταματούσαν και τα γέλια, τα χαχανητά και τα πειράγματα μας. Στον Αη Γιώργη μαζευόταν όλο το χωριό και η λειτ