Οι κλήδωνες των ερώτων, των μαντινάδων και των αναμνήσεων
Ήμασταν ένα μάτσο κοριτσόπουλα και περιμέναμε πως και πως τον κλήδονα. Στο χωριό η μέρα αυτή είχε μια ιδιαίτερη λάμψη καθώς κάθε χρόνο ένας καινούριος αγνός έρωτας, ένα φλερτάκι της εποχής, πάντα υπήρχε. Κι η βραδιά του κλήδονα, στο σπίτι ή στην πλατεία είχε πάντα πολλούς θαμώνες, κυρίως νέους και κορίτσια που έλεγαν μαντινάδες ανταλάσσοντας τρυφερά και πότε πότε και φλογερά βλέμματα. Το πιο σπουδαίο από όλα ήταν πως όλα αυτά γίνονταν ενώπιον των μεγάλων χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά μόνο για κείνη τη βραδιά. Πριν φτάσει όμως εκείνη η βραδιά είχαν προηγηθεί άλλα. Πηγαίναμε τα κορίτσια με το σταμνί στη βρύση στη μέση του χωριού, που έφερνε το νερό από τον Αη Γιώργη και παίρναμε το αμίλητο νερό. Και την ώρα που ο ήλιος έφτανε στη μέση του ουρανού πηγαίναμε και ρίχναμε λίγο από αυτό σε ένα πηγάδι, λίγο πιο έξω από το χωριό, και κοιτούσαμε μέσα για να δούμε ποιον θα παντρευτούμε. Η αλήθεια είναι πως όλο και κάτι βλέπαμε, αλλά μάλλον βλέπαμε ότι θέλαμε να δούμε. Κι ύστερα το βράδυ στο