Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2020

Το χωριό μας με τους πολλούς Παντελήδες και το ξακουστό πανηγύρι του

Εικόνα
Κάθε χρόνο στις 27 του Ιούλη ξυπνούσαμε νωρίς και με δυσκολία. Δύσκολα άνοιγαν τα μάτια μας μετά το ξενύχτι της Αγίας Παρασκευής στην πλατεία του χωριού. Ήταν προνομιούχο το χωριό μας που είχε δύο Αγίους που γιόρταζαν συνεχόμενα, την Αγία Παρασκευή και τον Άγιο Παντελεήμονα. Δεν ήταν και πολύ συνηθισμένοι Άγιοι στην περιοχή μας αλλά ήταν αγαπημένοι Άγιοι και πολλοί από τους παλαιότερους ανθρώπους στην Πλώρα είχαν να διηγηθούν το δικό τους θαύμα, μια εμπειρία με τους συγκεκριμένους Αγίους. Ξυπνούσαμε λοιπόν μετά το γλέντι της Αγίας Παρασκευής και νυσταγμένοι βάζαμε τα καλά μας και παίρναμε με τα πόδια το δρόμο για τον Άγιο Παντελεήμονα. Η διαδρομή μέσα από γνώριμους χωμάτινους δρόμους και δέντρα που “γνωρίζαμε” από παιδιά μας δημιουργούσε διάθεση χαρούμενη. Στο ξωκλήσσι, που όπως άκουσα να λένε χωρίς να μάθω ποτέ αν ήταν αλήθεια, έξω από τον περίβολο έθαβαν τα παλιά τα χρόνια τα αβάπτιστα παιδιά που πέθαιναν. Αλλά η μέρα ήταν γιορτινή, ούτε που το σκεφτόμαστε.. Και καθώς στη

Ο παράδεισος της θα ήταν να υπάρχουν κήποι στον ουρανό

Εικόνα
H μαμά μου αγαπούσε πολύ τη γη. Το βλεπες σε κάθε κίνηση της ως την τελευταία στιγμή της ζωής της. Ακόμα κι όταν τα πόδια της δεν την βοηθούσαν, ακόμα κι όταν αναγκάστηκε να ζει με οξυγόνο 18 ώρες το 24ωρο, αυτό που της έδινε χαρά είναι να πηγαίνει ως τον κηπάκο της με δύο μπαστούνια και “κηπουλίζει” όπως το έλεγε. Κηπούλισμα ήταν όλα μαζί: Να φυτεύει ντομάτες, κουκιά ή φασόλες από παλιές ποικιλίες σπόρων, να ποτίζει , να ξεχορτίζει, να σκάφει κι αργότερα να μαζεύει τη σοδειά της. Κι όλα αυτά με το μπαστούνι. Οι τελευταίες της αγαπημένες βόλτες ήταν στους αγρούς όπου περπατούσε με δυσκολία ανάμεσα στις ελιές που ήταν ακόμα πράσινες πριν φύγει και καμάρωνε για τη βεντέμα. Η μαμά μου ήταν από κείνη την γενιά των ανθρώπων που ότι έριχναν στη γη φύτρωνε, έβγαζε, βλαστούς, φύλλα, άνθη και καρπούς. Δεν ξέρω αν ήταν η αγάπη τους ή η εύφορη Κρητική γη. Ίσως και τα δύο. Η μαμά πάντως μου έλεγε, προφανώς με χιούμορ, όταν ρωτούσα πως αυτό συνέβαινε γιατί η γη .. τη γνώριζε. Η αλήθεια ήταν

Τα ταπεινά κεράσματα που μας έκαναν ευτυχισμένους όταν ήμασταν παιδιά

Εικόνα
Στην εποχή που εμείς μεγαλώναμε παγωτίνια δεν είχαν. Κι όσα εντυπωσιακά μας κερνούν τώρα όταν πηγαίνουμε σε σπίτια, όπως κορμούς, τούρτες και ένα σωρό καλούδια από το φούρνο της γειτονιάς ή και από τα χέρια των νοικοκυρών δεν τα είχαμε επίσης. Στα χωριά μας γλυκά έφτιαχναν ή αγόραζαν από τα ζαχαροπλαστεία του Κλάδου, του Στρατιδάκη κι αργότερα του Τζωρτζάκη στις Μοίρες, όταν υπήρχε λόγος. Γιορτή ή πανηγύρι. Τα κεράσματα της εποχής μπορεί να φαντάζουν φτωχικά σήμερα αλλά υπάρχουν κι εξακολουθούν να είναι νοστιμότατα. Μια απλή καραμελίτσα ή ένα λουκουμάκι μας έδινε μεγάλη χαρά. Οι γυναίκες τα έβγαζαν μέσα από ντουλάκια, κιούπια και ντουλάπες για να μας κεράσουν, αφού τα έκρυβαν από τα δικά τους παιδιά για να χουν “να τρατάρουν έναν άνθρωπο”. Το ίδιο βέβαια έκανε και η δική μας μάνα. Στο καφενείο του Τζαγκαρογιάννη όταν μας πήγαινε ο πατέρας μας τις Κυριακές μετά τον εκκλησιασμό στον Αφέντη Χριστό, χαλαρωμένοι από τη μελωδική φωνή του παπα- Παντελή, μας κερνούσε ένα υποβρύχιο (βαν

Μνήμες επιστράτευσης το 1974 στο παζάρι των Μοιρών

Εικόνα
Μνήμες ζωντανές και  νωπές 46 χρόνια μετά την Τούρκικη εισβολή στην Κύπρο, ξεπηδούν από το μυαλό μου. Άλλωστε τα σημαντικά γεγονότα καταγράφονται στο μυαλό των παιδιών, τόσο έντονα που δεν μπορούν να τα ξεχάσουν ποτέ. Ήμουν 9 χρονών και όπως πάντα τα Σάββατα είχαμε πάει στο παζάρι των Μοιρών για τα ψώνια της εβδομάδας. Ξαφνικά μέσα στην αφόρητη ζέστη άκουσα πρώτα ένα βουητό και την λέξη «επιστράτευση» να περιφέρεται- με τρόμο- από το ένα στόμα στο άλλο. Άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν αλλόφρονες πάνω-κάτω, οι γυναίκες προσπαθούσαν μα μαζέψουν τα παιδιά τους και οι άντρες έψαχναν να δουν που θα πάνε. Εγώ δεν καταλάβαινα τι θα πει αυτό, ούτε που θα πήγαιναν και συνεχώς ρωτούσα τη μητέρα μου που έτρεχε δίπλα μου ( η αλήθεια είναι πώς δεν ξέραμε που πηγαίναμε) τι θα πει «επιστράτευση». Τα χε χαμένα μάλλον γιατί έξι φορές μου απάντησε πως «επιστράτευση» θα πει «επιστράτευση». Την έβδομη φορά που ρώτησα μια γριά που βρέθηκε κοντά μου είπε πως «επιστράτευση» θα πει «πόλεμος». Ασυναίσθητα άρχισα

Ο Γαρλέτος, μια ανάμνηση με μεγάλα καλοσυνάτα μάτια

Εικόνα
Στην αρχή τον φοβόμουνα γιατί δεν είχα ξαναδεί ποτέ κανέναν άλλον σαν αυτόν. Δεν ξέρω πια, τι ήταν αυτό που με ξάφνιαζε στον άνθρωπο που γνώρισα στα πολύ μικρά μου χρόνια στα Απομαρμά, ένα μικρό χωριουδάκι κάτω από τη Γέργερη, γιατί δυστυχώς ο χρόνος έχει σβήσει πολλά από τη μνήμη μου. Θυμάμαι πως τον έλεγαν Γαρλέτο και ποτέ δεν έμαθα το πραγματικό του όνομα. Ήταν ένας ενήλικας απροσδιορίστου ηλικίας, μπορεί 30, μπορεί 40, μπορεί 50. Είχα ακούσει ότι ήταν από τους Αγίους Δέκα αλλά συχνά τον έβλεπα να κάνει τη βόλτα του στο δικό μας χωριό. Πότε στον ποταμό με τα καβούρια, πότε κάτω από τον παχύ ίσκιο του πλατάνου, πότε στο καφενείο του Στελιανού ή το μπακάλικο του Αριστείδη. Αυτό που θυμάμαι είναι πως ήταν ένας άνθρωπος κανονικού ύψους και βάρους με μεγάλα καλοσυνάτα μάτια. Όταν ακριβώς πρόσεξα αυτά τα μάτια, ήταν η μέρα που σταμάτησα να τον φοβάμαι. Θυμάμαι και μια τελευταία σκηνή όταν ήρθε έξω από το σπίτι του παππού μου λέγοντας: “Θείο Δημητάκη θα με κεράσεις ένα κασάκι;” Τον κ

Μεσημεράς, το μυθικό ... τέρας που στοίχειωσε τα παιδικά μας μας χρόνια

Εικόνα
Αλήθεια ποιος θυμάται το Μεσημερά; Για όσους δεν ξέρουν, προφανώς γιατί είναι μικρότεροι, πρόκειται για το μυθικό … τέρας που στοίχειωσε τα παιδικά μας χρόνια. Ήταν γύρω στις αρχές τις δεκαετίας του 70, τότε που είχαμε μεγαλώσει τόσο ώστε να αντιλαμβανόμαστε το φόβο. Ο Μεσημεράς, ποτέ δε μας προσδιόριζαν οι γονείς και οι παππούδες, ήταν πανταχού παρών και «εμφανιζόταν», κουβεντιαστά λέμε τώρα, καθημερινά την ώρα που έπρεπε τα παιδιά να πάνε για ύπνο το μεσημέρι. Μα πώς να πας για ύπνο όταν είχες τη δυνατότητα να περάσεις ένα εξαιρετικό μεσημέρι κάτω από ένα σκιερό πλάτανο ή στη δροσερή όχθη ενός ποταμού; Τελικά όμως το «κόλπο» με το Μεσημερά, πάντα .. έπιανε! Λίγο που ως παιδιά πιστεύαμε ότι μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι, λίγο η αμφιβολία ότι μπορεί και να υπήρχε τελικά πηγαίναμε ως τα κρεβάτια μας τα Καλοκαιρινά μεσημέρια. Όσοι πεισματικά αρνούνταν να κοιμηθούν «γνώρισαν» τελικά το …Μεσημερά! Ήταν ένα μαύρο πανί που η γιαγιά έβαζε πάνω σε ένα ξύλο και το κράδαινε προς την πλευρά μας,

Τα πανηγύρια τα Καλοκαίρια στο χωριό δεν τέλειωναν ποτέ

Εικόνα
Τέτοιες μέρες τα Καλοκαίρια στο χωριό μου, την Πλώρα, εκείνα τα χρόνια τα παιδικά και μετά της εφηβείας είχαμε αναβρασμό. Καθαρίζαμε, ασβεστώναμε, και ετοιμαζόμαστε για το πανηγύρι. Είμαστε τυχεροί γιατί είχαμε δύο πανηγύρια και μάλιστα συνεχόμενα, της Αγίας Παρασκευής στις 26 Ιουλίου και της Αγίου Παντελεήμονα στις 27 Ιουλίου. Αλλά τα πανηγύρια στα γυροχώρια άρχισαν νωρίτερα, της Αγίας Μαρίνας, του Προφήτη Ηλία, της Αγίας Άννας. Και συνεχίζονταν και μετά τα δικά μας του Χριστού και το Πάσχα του Καλοκαιριού το Δεκαπενταύγουστο. Στόχος μας φυσικά ήταν να πηγαίνουμε σε όλα, και στις εκκλησίες το πρωί και στα γλέντια το βράδυ στις πλατείες των χωριών. Κι είχαν μια γλύκα εκείνες οι μέρες που συναντιόμαστε με φίλους και γνωστούς, από το χωριό μας και από τα άλλα χωριά, να φλερτάρουμε και το βράδυ στο γλέντι οι νεαροί να ζητούν από τους γονείς μας την άδεια για να χορέψουμε. Μοιάζουν, και είναι, όλα αυτά βγαλμένα από άλλη εποχή. Με περίσσια προσμονή για όσα θα ζούσαμε ξανά και ξανά –

Η τυφλή γιαγιά μας, ο μαρτυριάρης βοσκός και το ανέλπιστο δώρο ... του Αη Γιώργη

Εικόνα
Οι αναμνήσεις μου διατηρούνται φρέσκιες κόντρα στους καιρούς που περνούν. Εικόνες ζωντανές και τρυφερές μιας αθωότητας, που χάθηκε ανεπιστρεπτί, και νόμιζα πως δεν άφησε τίποτα πίσω της. Πριν από λίγο καιρό πηγαίνοντας στο ξωκλήσι του Αη-Γιώργη του Καλαμιάρη είδα ξανά την γερόντισσα τυφλή γιαγιά μου να μας ψάχνει και να μας αντιλαμβάνεται, μόνο με τα μάτια της ψυχής της, κρυμμένα πίσω από τις αστιβίδες. Ήταν μια παλιά συνήθεια στο χωριό, τα Σάββατα λίγο πριν «βουτήξει» ο ήλιος να ανηφορίζουμε στον Άη-Γιώργη τον Καλαμιάρη για να ανάψουμε τα καντήλια. Συνοδεύαμε την τυφλή γιαγιά, για να γίνουμε τα … μάτια της, πράγμα άχρηστο τελικά αφού η γιαγιά είχε χάσει την όραση της από παιδί κι έτσι είχε μάθει να «βλέπει» με άλλο τρόπο. Επειδή όμως ήμασταν παιδιά, κι όσο να πεις μια τεμπελιά την είχαμε, είχε και ρεγάλο η υπόθεση. Παγωτό χωνάκι αγορασμένο από μπακάλικο ή το καφενείο του χωριού. Το δέλεαρ σοβαρό μεν, εμείς πονηρά δε παίρναμε το χωνάκι και παρατούσαμε τη γιαγιά στο έλεος του θεού

Τα καρπούζια που έδωσαν ... φτερά στα παιδιά της γενιάς μου

Εικόνα
Ήταν το 1975 όταν η οικογένεια μας αποφάσισε να ασχοληθεί με τις καλλιέργειες. Η Ελλάδα μόλις είχε βγει από μια ταραγμένη πολιτική περίοδο. Τα πράγματα ήταν δύσκολα καθώς η χώρα προσπαθούσε να βρει το βηματισμό της, όταν ο πατέρας μου και τα αδέρφια του μετά από χρόνια περιπλανήσεων σε δουλειές, τόπους και χώρες αποφάσισαν να ενώσουν δυνάμεις. Σημείο αναφοράς η εύφορη Μεσαρίτικη γη, κίνητρο η δημιουργία και “εργαλείο” οι οικονομίες που μάζευαν τα προηγούμενα χρόνια, στερούμενοι σχεδόν τα πάντα. Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε στις συναντήσεις της οικογένειας και ως συνήθως παίζαμε, παλεύαμε και τσακωνόμασταν. Οι μεγάλοι μιλούσαν και συζητούσαν με τις ώρες. Για πότε έστησαν την επιχείρηση, για πότε άνοιξαν τη γεώτρηση στους Τροχάλους κι έχτισαν το σπίτι δεν καταλάβαμε. Μετά βρήκαν και το πρώτο χωράφι, είκοσι ολόκληρα στρέμματα ανάμεσα στην Πλώρα και στον Πλάτανο. Ξεκινήσαμε Φλεβάρη μήνα, φτιάχνοντας  τα πρώτα φυτώρια από εισαγόμενα υβρίδια καρπουζιού κι όχι εμβολιασμένους τσούκους όπως τ

O καφές που δεν ήπια με το κορίτσι που έφυγε με τη θλίψη στα μάτια

Εικόνα
Τη συνάντησα για πρώτη φορά πίσω από τα κάγκελα της πόρτας του νηπιαγωγείου. Τα μεγάλα της μάτια είχαν μια θλίψη. Τη γνώρισα καλύτερα μέσα σε κείνη τη χρονιά αλλά και τα επόμενα δώδεκα χρόνια, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Χωρίς να γίνουμε ποτέ κολλητές είχαμε ένα περίεργο κώδικα επικοινωνίας. Την ώρα που οι θετές μαμάδες μας κουβέντιαζαν για λίγο όρθιες στο δρόμο κι εμείς “κάτω από τη μύτη τους” λέγαμε τα δικά μας. Αλλά είχαμε μια διαφορά σημαντική με αυτό το κορίτσι που “στοιχείωνε” για χρόνια τις κουβέντες μας. Εμένα η μάνα που με γέννησε, πέθανε κι η δική της ζούσε δύο στενά πιο πάνω έχοντας αλλά τρία παιδιά. Κι η παιδική μου φίλη πολλές φορές με ρώτησε με τα ματάκια βουρκωμένα : “ήμουνα κακό παιδί και με έδωσε εμένα;” Ποτέ δεν της απάντησα γιατί δεν ήξερα τι να πω. Η φίλη μου φαινόταν να ζει μια περίπου κανονική ζωή με δύο γονείς μεγάλης ηλικίας και πολλών απαιτήσεων από το “αποκούμπι” τους. Χωρίς φίλους, συγγενείς και χωρίς πολλές πολλές σχέσεις. Το παιδί έπαιζε συνή

Με ζήλεψε μόνο γιατί ήξερα να πλέκω

Εικόνα
Η φίλη μου με κοίταξε με παράπονο. Διέκρινα μια ζήλια  στο βλέμμα της όταν με ρώτησε έκπληκτη: Ξέρεις να πλέκεις; Απάντησα πως ξέρω γιατί έμαθα στο χωριό με τις ξαδέρφες  και τις φιλενάδες των παιδικών μου χρόνων, ξεκινώντας με φασίδια και χοντρό βελόνι και φυσικά αλυσιδάκι. Σε χρόνο που δεν μπορώ να προσδιορίσω ξεμπερδέψαμε με τα χαλάκια και πιάσαμε τις βελόνες για να πλέξουμε κασκόλ και σκουφάκια. Κι ύστερα ήρθε το βελονάκι, τα δαντελάκια, τα σεμεδάκια. Δεν ήταν όμως το μόνο που έμαθα να κάνω εκείνα τα χρόνια. Έμαθα να κεντώ πρώτα τα μικρά σταμπτωτά καδράκια με κομπελέν κι ύστερα μαξιλαράκια, τραπεζομάντηλα, και σεντόνια. Με όποιο υλικό και τεχνική μπορείς να φανταστείς, με αγαπημένη τη σταυροβελονιά, αλλά κι άλλες βελονιές κομποβελονιά, ρίζα, ανεβατό. Σε χασέ, ιταμίν, ψάθα, αραχωβίτικο, πετσέτες και τζεβρέδες. Ήταν τα χρόνια που αυτά τα κάναμε για τη διασκέδαση μας και για να περνά η ώρα. Έτσι ένα Καλοκαίρι έμαθα μαζί με τα Αγγλικά κοφτό στη μηχανή κι ένα άλλο να τυροκομώ στην Γ

O αγαπημένος μας βολόσυρος που έφυγε όταν ήρθε η θεριζοαλωνιστική

Εικόνα
Το θερμόμετρο «άγγιζε» τους 40 βαθμούς υπό σκιά κι εμείς τρέχαμε στους δρόμους στο τσίτσιρο της μεσημεριάς. Όταν είσαι παιδί σε ενδιαφέρει η παρέα, τα άλλα έρχονται δεύτερα. Η συχωρεμένη η γιαγιά μας προσπαθούσε να μαζέψει μάταια από τους δρόμους. Εμείς κοιμόμαστε στρωματσάδα δέκα παιδιά στις ταράτσες για να μην μπούμε μέσα τη νύχτα και θα μπαίναμε στο σπίτι μεσημεριάτικα; Άλλωστε όπως μας έλεγαν οι μεγάλοι το Καλοκαίρι είναι «θέρος, τρύγος, πόλεμος» και ψάχναμε να δούμε τι από τα τρία θα κάναμε. Είχαμε την ευκαιρία να τα ζήσουμε και τα τρία αλλά για τον «πόλεμο» θα μιλήσουμε μια άλλη φορά. Τα πρώτα χρόνια το θέρος ήταν ωραίο. Οι μεγάλοι θέριζαν στον κατακίτρινο κάμπο της Μεσαράς μέσα στο λιοπύρι και μεις κάτω από τις ελιές παίζαμε και καταναλώναμε το λιγοστό νερό στο παγουράκι, πριν τελειώσει η μέρα. Πότε πότε πηγαίναμε κι ανεβαίναμε πάνω στα δεμάτια με το θερισμένο στάρι. Λίγο πριν αρχίσει να «κατεβαίνει» ο ήλιος ζούσαμε την πιο ονειρική ώρα της μέρας. Πηγαίναμε στο αλώνι. Εκεί οι