Τα καρπούζια που έδωσαν ... φτερά στα παιδιά της γενιάς μου
Ήταν το 1975 όταν η οικογένεια μας αποφάσισε να ασχοληθεί με τις καλλιέργειες. Η Ελλάδα μόλις είχε βγει από μια ταραγμένη πολιτική περίοδο. Τα πράγματα ήταν δύσκολα καθώς η χώρα προσπαθούσε να βρει το βηματισμό της, όταν ο πατέρας μου και τα αδέρφια του μετά από χρόνια περιπλανήσεων σε δουλειές, τόπους και χώρες αποφάσισαν να ενώσουν δυνάμεις.
Σημείο αναφοράς η εύφορη Μεσαρίτικη γη, κίνητρο η δημιουργία και “εργαλείο” οι οικονομίες που μάζευαν τα προηγούμενα χρόνια, στερούμενοι σχεδόν τα πάντα. Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε στις συναντήσεις της οικογένειας και ως συνήθως παίζαμε, παλεύαμε και τσακωνόμασταν. Οι μεγάλοι μιλούσαν και συζητούσαν με τις ώρες.
Για πότε έστησαν την επιχείρηση, για πότε άνοιξαν τη γεώτρηση στους Τροχάλους κι έχτισαν το σπίτι δεν καταλάβαμε. Μετά βρήκαν και το πρώτο χωράφι, είκοσι ολόκληρα στρέμματα ανάμεσα στην Πλώρα και στον Πλάτανο.
Ξεκινήσαμε Φλεβάρη μήνα, φτιάχνοντας τα πρώτα φυτώρια από εισαγόμενα υβρίδια καρπουζιού κι όχι εμβολιασμένους τσούκους όπως τώρα. Μια περιουσία κόστιζαν αυτοί οι σπόροι, όπως έλεγαν οι μεγάλοι.
Πρώτο στο κρεββάτι στα ζεστά να βγουν οι σπόροι, μετά στα σακουλάκια στο θερμοσπόριο ύστερα φύτεμα σκεπασμένα με μικρά θερμοσπόρια (κάλυψη εδάφους το λένε), στις 40 μέρες καταβόλεμα και σε άλλες σαράντα ξεσκέπασμα.
Στα τέλη του Μάη ήταν έτοιμα τα πρώτα μας καρπούζια. Ήταν μια ποικιλία για εξαγωγή στρογγυλά καρπούζια που γίνονταν γύρω στα πέντε κιλά.
Μια μέρα, που έμοιαζε με μεγάλη γιορτή, μαζεύτηκε η οικογένεια, συγγενείς, γείτονες και φίλοι για τον πρώτο “κοφτό”. Το τριαξονικό ήρθε και έφερε τα χάρτινα κιβώτια, που χωρούσαν τέσσερα καρπούζια το καθένα.
Μετά στήθηκε μια ανθρώπινη αλυσίδα από μικρούς και μεγάλους. Οι κόφτες έκοβαν και μετά ο ένας πετούσε στον άλλο το καρπούζι, ώσπου έφτανε στην άκρη του χωραφιού και συσκευάζονταν.
Αργά το απόγευμα τα περισσότερα και καλύτερα καρπούζια είχαν φορτωθεί στο φορτηγό που θα έφευγε για Γερμανία. Τρεις άνδρες πήγαν μαζί ως τις Μοίρες στο γραφείο του εξαγωγέα και γύρισαν με τις τσέπες γεμάτες λεφτά.
Το βράδυ εκείνο στήθηκε ένα μεγάλο γλέντι με μας τα παιδιά να μετράμε και να ξαναμετράμε τα λεφτά, που έφεραν σε πέντε οικογένειες, τα κατακόκκινα καρπούζια, το χρυσάφι της Μεσαρίτικης γης. Ήταν τα πρώτα εισοδήματα της οικογενειακής επιχείρησης που διατηρήθηκε για μερικά χρόνια ακόμα.
Κι άλλες οικογένειες έκαναν ανάλογες καλλιέργειες και η αλήθεια είναι πως ήταν η γη αυτή αλλά και ο ιδρώτας των ανθρώπων που χύθηκε πάνω σε αυτή που μας μεγάλωσαν, μας σπούδασαν και μας βοήθησαν να φύγουμε και να γίνουμε η πρώτη γενιά που δεν ασχολήθηκε αποκλειστικά και επαγγελματικά με τη γη.
Σήμερα στη Μεσαρά φυτεύουν ακόμα καρπούζια. Θαρρώ όμως πως δεν είναι σαν εκείνα των παιδικών μας χρόνων, ή αυτά ή εμείς αλλάξαμε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου