Η Φροσύνη με τα ανοιχτά χέρια, τα λουλούδια και τη μεγάλη καρδιά
Η θεία μου η Φροσύνη, όταν ήταν νέα, ήταν μια γεροδεμένη γυναίκα. Καθημερινά γύριζε με χαρακτηριστική άνεση και απίστευτη φυσική κατάσταση τον κάμπο της Μεσαράς, για το μεροκάματο. Έκανε όλες τις δουλειές κι ένα απίστευτο γιαχνί. Ήταν ένα περίεργο κράμα ανθρώπου γκρινιάρη και χαρούμενου. Αυτό που με τίποτα δεν μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει ήταν ... γεμάτα χέρια της. Πότε έμπαιναν στις τσέπες για να μας δώσουν φρέσκα μυγδαλάκια, πότε για να μας δώσουν χαρτζηλίκι για παγωτό και πάντα κρατούσαν τα καλούδια που έφερνε από την εξοχή, για τις αδερφές και τις νύφες της. Όταν η θεία μεγάλωσε και δεν δούλευε στην εξοχή, η γυναίκα που είχε περάσει στις εξοχές και στους δρόμους δυσκολευόταν να μείνει στο σπίτι. Έτσι έφτιαξε ένα μεγάλο και πολύ όμορφο κήπο με λουλούδια. Σε τσίγκινες ντενέκες, πλαστικές κανίστρες, πήλινα παλιά βαρελάκια. Κι όλο το χρόνο είχε λουλούδια. Τα φρόντιζε και τα περιποιούνταν σαν τα παιδιά της αλλά και τα μοιραζόταν με μεγάλη ευκολία. Και το Φθινόπωρο κι ο Χειμώνας