Όταν οι φάρδοι γέμιζαν με το χρυσάφι της Κρητικής γης
Όσο προχωρούσαν οι μέρες σιγά σιγά οι οψιγιάδες άδειαζαν. Κάθε απόγευμα όσο ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά για να μην πέσει η δροσούλα και μαλακώσουν οι σταφίδες, μικροί και μεγάλοι πήγαιναν για το μάζεμα.
Πρώτα οι σταφίδες γίνονταν σωρός και τα σκληρά από την πολλή δουλειά έτριβαν το σωρό για να ξεχωρίσουν τον καρπό από τα μεγάλα λίκια.Σειρά είχε το κόσκινο ή το τσιγκάκι και το λίχνισμα και μετά το καθάρισμα για να βγουν και τα μικρά τα λίκια.
Το χρυσάφι της Κρήτης έμπαινε σε φάρδους οι οποίοι δένονταν “ραφτοί” με σπάγγο και μια μεγάλη σακοράφα. Δυνατοί και νέοι άντρες σήκωναν τους φάρδους και τους έβαζαν σε σκαφτικές και τρίκυκλα.
Οι σταφίδες μεταφέρονταν στις αποθήκες της Ένωσης στις Μοίρες για να παραδοθούν, όπως λέγανε, τότε. Μόνο που ήταν μια αρκετά χρονοβόρα υπόθεση καθώς η σταφίδα ήταν σε μεγάλες ποσότητες που έπρεπε να μπει στην πλάστιγγα, να ζυγιστεί και να γίνουν τα χαρτιά. Έτσι οι ουρές στις αποθήκες της Ένωσης νότια του κεντρικού δρόμου των Μοιρών ήταν μεγάλες.
Μπορεί να χρειάζονταν και μέρες οι άνθρωποι για να παραδώσουν τη σταφίδα τους. Έτσι τις νύχτες κοιμόταν πάνω στους σωριασμένους φάρδους τους, καθώς οι φάρδοι ήταν όλοι ίδιοι και κάποιος επιτήδειος θα μπορούσε πολύ εύκολα να μεταφέρει από τον ένα σωρό στον άλλο.
Τα λεφτά δεν τα παιρναν αμέσως αλλά όταν έφταναν ήταν καλά. Με αυτά σπούδασαν παιδιά, αγόρασαν περιουσίες, “σήκωσαν” οικοδομές κι άνοιξαν σπίτια. Χρυσάφι η σταφίδα!
Φυσικά και δεν ήταν εύκολες εποχές γιατί από το φύτεμα της κουρμούλας ως την παράδοση της σταφίδας, μεσολαβούσε καιρός, αμέτρητα μεροκάματα και κιλά ανθρώπινου ιδρώτα.
Όσα χρόνια πάντως κι αν περάσουν δε θα ξεχάσω εκείνους τους σωρούς έξω από τις αποθήκες της Ένωσης στις Μοίρες, και τους αγρότες με τα ροζιασμένα χέρια, τα σκαμμένα από τον ήλιο πρόσωπα και το βλέμμα που έλαμπε για την καλή σοδειά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου