Μετά τον Αη Γιώργη τον Καλαμιάρη ανοίγαμε το τεράστιο βαρέλι του παππού
Tέτοια μέρα πάντα, ακόμα κι όταν είχαμε σχολείο, μια κοπάνα τη δικαιούμασταν κι εμείς, πάντα ανηφορίζαμε ως τον Αη Γιώργη τον Καλαμιάρη.
Ήταν η δεύτερη μέρα που τον γιορτάζαμε κάθε χρόνο, εκτός από τις 23 του Απρίλη, ή και τη Δευτέρα του Πάσχα όταν αναγκαστικά η εορτή του γινόταν κινητή, που νωρίς το πρωί παίρναμε το δρόμο με τα πόδια. Περπατούσαμε την ανηφόρα στον Τριχά, στο χωματένιο δρόμο ως τη δεξαμενή.
Η γιαγιά, οι θείες και τα παιδιά όλοι μια παρέα. Εκεί σταματούσαμε και παίρναμε μια βαθιά ανάσα αφήνοντας τα μάτια μας να αγναντέψουν τον κάμπο της Μεσαράς ως τις ρίζες του Ψηλορείτη και ξεκινούσαμε ξανά στρίβοντας δεξιά στο επίσης χωματένιο δρόμο.
Εκεί άρχιζε και μια κατηφορίτσα στην οποία άρχιζε το “παιχνίδι”. Τα σπρωξίματα, τα πειράγματα κρατούσαν ως τη γωνία που συναντούσαμε τη μεγάλη χαρουπιά για να μπούμε στην τελική ευθεία για τον Αη Γιώργη τον Καλαμιάρη. Εκεί σταματούσαν και τα γέλια, τα χαχανητά και τα πειράγματα μας.
Στον Αη Γιώργη μαζευόταν όλο το χωριό και η λειτουργία με την μελωδική φωνή του παπά Παντελή και ψάλτη τον παππού μου το Βαγγέλη συνεχιζόταν ως την ευλόγηση των άρτων.
Γυρίζαμε μετά τη λειτουργία γρήγορα- γρήγορα και όπως όπως στο χωριό, γιατί μας ... περίμενε πολλή δουλειά!
Κάθε οικογένεια άνοιγε το δικό της βαρέλι κι εμείς μικροί και μεγάλοι μαζευόμαστε στο σπίτι του παππού Βαγγέλη για να ανοίξουμε το τεράστιο βαρέλι ανάμεσα στο τσιμεντένιο νεροχύτη και το τζάκι – παρασιά. Ήταν ένα βαρέλι που άκουγα να λένε πως χωρούσε τριακόσες οκάδες.
Πολλές φορές ερχόταν κι ο “συμπέθερος”, όπως τον έλεγαν όλοι, ο άλλος μου παππούς ο Δημήτρης που ήταν κι αυτός ψάλτης σαν το παππού το Βαγγέλη κι αγαπούσαν κι οι δύο το κρασάκι.
Οι μεγάλοι δοκίμαζαν και από τις εκφράσεις τους καταλαβαίναμε αν το κρασί ήταν καλό.
Εμείς τα παιδιά δεν πίναμε αλλά παίζαμε και δοκιμάζαμε τα μεζεδάκια που συνόδευαν το άνοιγμα του βαρελιού. Οι γεύσεις τους είναι ακόμα στη μνήμη μου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου