Όταν ο κάμπος της Μεσαράς ήταν γεμάτος χοντρολιές, γαϊδουράκια και χαρούμενες παρέες
Τις Κυριακές από τα μέσα του Νοέμβρη και μετά αλλά και τις διακοπές των Χριστουγέννων, σαν ήμασταν παιδιά, ξυπνούσαμε αξημέρωτα.
Ήταν οι μέρες που είχαμε κενές από το σχολείο, αφού τα Σάββατα κάναμε μάθημα, αλλά τις Κυριακές παίρναμε άδεια από τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό.
Μόλις σηκωνόμαστε παίρναμε το πρωινό στα γρήγορα και σε λίγα λεπτά ήμασταν στο δρόμο. Με τα παγωμένα χεράκια μας μέσα στις τσέπες, με σκούφους και μπολιδάκια στα κεφάλια και τα παγωμένα μας πόδια μέσα σε κόκκινα λαστιχένια γαλοτσάκια.
Στο δρόμο για τα σώχωρα, τις ελιές στον Άγιο Παντελεήμονα, στους Τροχάλους, στις Καλυφτές, στου Κλαρώνι ή στου Κατρίνη το Μύλο συναντούσαμε κι άλλες παρέες.
Περπατούσαμε, μερικές φορές και πέντε χιλιόμετρα, για να φτάσουμε στο λιόφυτο. Ήταν πριν ο κάμπος της Μεσαράς γεμίσει με κορωνέικες ελιές, τα γνωστά μας ψιλολίδια και πριν έρθουν τα σκαφτικά και οι τρίκυκλες ... ως μέσα μεταφοράς. Έτσι όλα τα νοικοκυριά είχαν το γαϊδουράκι τους. Εμείς είχαμε μια θεόρατη θηλυκιά καφέ γαϊδούρα, αλλά πάντα πηγαίναμε με τα πόδια, αφού μόνο ο πατέρας μπορούσε να την “κάνει καλά”. Ήταν ζωηρή και δεν ... πολυσυμπαθούσε τα παιδιά.
Το χωριό μου η Πλώρα, είναι χτισμένη σε πλαγιά με τις περισσότερες περιουσίες της όμως στον κάμπο, και πάντα είχε πολλές ελιές. Τότε θεόρατες χοντρολιές.
Όταν φτάναμε στις ελιές ξεκινούσαμε να μαζεύουμε από κάτω με τα χέρια. Συνήθως δεν προλάβαινε να φύγει το απόι, και οι νοτισμένες ξινίδες πάγωναν παραπάνω χέρια και πόδια.
Το κολατσιό καθόμαστε κάτω από τις ελιές και το απολαμβάναμε αφού ωστόσο ο ήλιος ήταν ψηλά, και τρώγαμε ζυμωτό παξιμάδια, αυγά, σταφιδολιές. Και το μεσημέρι κάτι πιο δυναμωτικό, όσπρια, σύγλινα σφουγκάτο, κρέας. Οι μεγάλοι έπιναν κι ένα ποτήρι κρασί και όλοι νερό από το παγούρι με το ίδιο ντενεκάκι.
Το πιο ωραίο στις ελιές όμως ήταν ότι ακούγαμε ιστορίες, τις πιο πολλές φορές αστείες, και πειράζαμε ο ένας τον άλλο για να περνά πιο ευχάριστα η ώρα.
Μετά το μεσημεριανό ο χρόνος που απέμενε στο λιόφυτο δεν ήταν και πολύς, ειδικά αν το λιόφυτο ήταν μακριά και ο δρόμος πολύς, Φορτώναμε τα γαϊδουράκια, το δικό μας και των συγγενών που έρχονταν για “δανεικούς”.
Σιγά σιγά τα χρόνια πέρασαν, οι χοντρολιές αντικαταστάθηκαν με ψιλολιές, τα γαϊδουράκια με σκαφτικιές και μετά με φορτηγάκια, και ήρθαν μετά τα χτενάκια για τις ελιές και τα ελαιοραβδικά. Έτσι τέλειωσε και μια εποχή με αναμνήσεις αλλά και νοσταλγία, καθώς τώρα τα παιδιά εκείνης της εποχής είναι πλέον οι μεγάλοι και οι μεγάλοι έχουν φύγει από τη ζωή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου