Αναρτήσεις

Αλήθεια τί άλλαξε από τότε που η γιαγιά μου ψήφιζε με σταυρωμένα ψηφοδέλτια;

Εικόνα
  Η γιαγιά μου ήταν μια γυναίκα πανέξυπνη αλλά μισότυφλη και αγράμματη. Παρακολουθούσε και άκουγε όσα μπορούσε από το ράδιο, την ασπρόμαυρη τηλεόραση με τα δύο κρατικά κανάλια, ο παππούς μου της διάβαζε κάθε μέρα την εφημερίδα. Δε συμμετείχε σε “πολιτικές” συζητήσεις, ήταν χαμηλών τόνων από χαρακτήρα, αλλά και πάντα κάποιο είχε να φροντίσει από τα 7 παιδιά της και τα 17 εγγόνια της. Με ένα δικό της ιδιότυπο τρόπο όμως είχε και άποψη και κριτήριο. Έτσι κάθε φορά που ερχόταν εκλογές αφού δεν έβλεπε και γράμματα δεν ήξερε ζητούσε να της σταυρώσουν το ψηφοδέλτιο, υποδεικνύοντας ωστόσο κόμμα – συνδυασμό αλλά και υποψήφιο. Πάντως η γιαγιά μου με σταυρωμένο ψηφοδέλτιο ψήφιζε. Όπως και η θεία μου που νιόπαντρη τότε, διαφωνούσε πολιτικά με τα πιστεύω της οικογένειας του συζύγου. Έτσι ο σύζυγος πήγαινε και χρονομετρούσε για μέρες την ώρα που χρειαζόταν από την πόρτα ως το παραβάν, την τοποθέτηση του σταυρωμένου ψηφοδελτίου στο φάκελο και την έξοδο ως την κάλπη. Η θεία το έπαιρνε το σταυρωμένο ψη

Χτίζοντας αναμνήσεις σε άλλους τόπους με καινούριους ανθρώπους

Εικόνα
 Φέτος δεν πήγα στο χωριό μου το Πάσχα. Κι ας ήξερα πως ήταν ωραία, πιο ωραία από οπουδήποτε αλλού.  Ήταν εκείνος  ο κόμπος  που ανεβαίνει στο λαιμό εδώ και χρόνια κάθε φορά που ο νους  γυρίζει στα παλιά που μπαίνει εμπόδιο για  μια γιορτινή μέρα στον  τόπο που έζησα τα ομορφότερα Χριστούγεννα, τα πιο λαμπρά Πάσχα και τα πιο γλεντζέδικα πανηγύρια της ζωής μου. Γιατί τι είναι οι τόποι άραγε χωρίς τους ανθρώπους τους δικούς σου, εκείνους που μοιράστηκες   στιγμές, έκανες όνειρα και ένοιωσες   τη ζωή   σε ρυθμούς   χαρούμενους; Βέβαια πάντα υπάρχουν αυτοί   που μένουν αλλά αν δε σε περιμένει ένα πατρικό σπίτι με δυο γονείς ηλικιωμένους   που η παρουσία σου τους δίνει μια παράταση ζωής, τίποτε δεν είναι ίδιο. Είναι κι εκείνες οι πολύτιμες   στιγμές με τις μυρωδιές από τους λεμονανθούς , τα κορίτσια με τα εγκώμια, η μελωδική φωνή του παπα Παντελή στην εκκλησία,     ο παππούς μου ο Βαγγέλης στο ψαλτήρι, ο μπαμπάς , η μαμά, οι θείες που δεν είναι πια κοντά μας, τα ξαδέρφια που μεγάλωσαν.

Ο παππούς μου στα 85 του φύτευε Βαγιές για τους Σταυρούς

Εικόνα
  Ο παππούς μου ο Βαγγέλης, που έφυγε πριν από χρόνια πολλά, έχει μείνει στην μνήμη μας ως ένας άνθρωπος όχι συνηθισμένος. Στην εμφάνιση μπορώ να πω πως δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν ένας παππούλης κοντούλης, με λαμπερά καστανά μάτια, και γένια και μαλλιά λευκά, σαν το μπαμπάκι. Στο χαρακτήρα δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος. Υπήρξε ένα παιδί που μεγάλωσε με τον πατέρα του, χωρίς να γνωρίσει την μητρική αγκαλιά και παντρεύτηκε την καλοκάγαθη γιαγιά μας με αυθορμητισμό, ίσως και μια δόση επιπολαιότητα. Απέκτησαν και με στερήσεις όλης της οικογένειας κατάφεραν να μεγαλώσουν οκτώ παιδιά. Ο παππούς, ένας τύπος αρκετά μποέμ για την εποχή του αρέσκονταν στις βόλτες και στις παρέες χωρίς να παραλείπει ωστόσο την καθημερινή μάχη με τη γη του. Είχε παιδιά, χωράφια, σπαρτά, αλώνια, έχνη και πολύ όρεξη για ζωή σχεδόν ως την τελευταία μέρα της ζωής του. Αν και όλες οι εποχές έμοιαζαν να είναι δικές του με το κέφι του και τις όμορφες ιστορίες που διηγούνταν από την αιχμαλωσία του  στη Μικρά Ασί

Οι λαμπρές των παιδικών μας χρόνων με τα ταπεινά λαμπαδάκια

Εικόνα
Η παιδική μου λαμπάδα ήταν πάντα απλή. Ένα λευκό ή ένα κόκκινο κερί με μια κόκκινη ή λευκή κορδέλα. Άντε κι ένα υφασμάτινο λουλουδάκι. Ήταν και φθηνή, αγορασμένη από το παζάρι των Μοιρών το Σάββατο των Βαίων. Ήμουν περήφανη γι αυτήν. Τόσο περήφανη που κάθε μέρα την έπιανα στα χέρια μου μια δεκαριά φορές, να την καμαρώσω, που σχεδόν πάντα έφθανε το βράδυ της Ανάστασης στην εκκλησία σπασμένη και κολλημένη με σελοτέιπ.   Και την λαμπάδα δε μου την αγόραζε ο νονός μου που έλειπε στο εξωτερικό αλλά οι γονείς μου. Τη χαιρόμουν όμως καθώς όλη τη μεγαλοβδομάδα στην εκκλησία κρατούσε το σκούρο κερί και βίωνα τα πάθη του Χριστού. Έτσι η Ανάσταση ήταν σχεδόν πραγματική και η λαμπάδα μου αυτή που έπαιρνε το Άγιο Φως κι έφερνε το χαρμόσυνο μήνυμα.   Πήγαινα με τη λαμπάδα λοιπόν στην εκκλησία, κι ότι τη συνόδευε. Την κορδέλα δηλαδή και το λουλουδάκι.   Αν μπορούν ας πάνε και τα τωρινά παιδιά στην εκκλησία με ότι συνοδεύει τη λαμπάδα τους. Κούκλες, κούκλους, αεροπλάνα, τρένα, καρότσια, κουζίνες

Οι γιαγιάδες στο χωριό μου δεν θα γιόρταζαν ποτέ σήμερα

Εικόνα
  Οι γιαγιάδες που γνώρισα ήταν ιδιαίτερες. Και ήταν πολλές, εκτός από τις «κανονικές» βιολογικές μου γιαγιάδες την Μαρία και την Χριστίνα. Ήταν οι εξ αγχιστείας η Σταυρούλα και η Κατίνα, αλλά και πολλές άλλες αφού παιδιά στο χωριό όλες τις μεγάλες γυναίκες γιαγιάδες τις λέγαμε. Η καθεμιά ήταν ξεχωριστή και μοναδική αλλά όλες είχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Ήταν γυναίκες που δεν ήξεραν τι θα πει κρέμα ημέρας και νύχτας   και φυσικά ούτε μακιγιάζ. Τα μαλλιά τους ήταν όμορφα και λαμπερά λουσμένα με βρόχινο νερό και πράσινο σαπούνι και διατηρήθηκαν δυνατά ακόμα κι όταν έγιναν λευκά σαν το μπαμπάκι ως τα βαθιά τους γεράματα. ‘Ηταν   γυναίκες του μόχθου παλεύοντας με τη ζωή παλικαρίσια μεγαλώνοντας πολλά παιδιά και δουλεύοντας στην γη, στον αργαλειό, στο σπίτι. Ήταν ευρηματικές προκειμένου να στέσουν κάθε μέρα το τσικάλι τους για τις πολυπληθείς οικογένειες τους. Απέκτησαν νωρίς ρυτίδες μα τα μάτια τους είχαν μια λάμψη μοναδική. Σαν κάθονταν το βράδυ δίπλα στην παρασιά να ξαποστάσο

Οι Σαρακοστές των αναμνήσεων μας δεν είναι πια εδώ

Εικόνα
  Οι Σαρακοστές σαν ήμασταν παιδιά ήταν διαφορετικές. Γιατί νηστεύαμε στα αλήθεια και γιατί βιώναμε πολλές φορές ενοχικά, η αλήθεια, την ανηφόρα προς τον Γολγοθά, την Σταύρωση και την Ανάσταση. Αλλά και γιατί η νηστεία ήταν διαφορετική από τη σημερινή καθώς για αστακούς, καραβίδες και για όστρακα ούτε λόγος. Ούτε καν για όσα σήμερα θεωρούνται συνηθισμένα καλαμάρια, χταπόδια και γαρίδες.   Πολυτέλεια οι σπανιότατα εμφανιζόμενες σουπιές και λίγο πιο συχνά τα καλαμάρια του κουτιού, πεντανόστιμα όπως κι αν τα φάει κανείς, ακόμα και αμαγείρευτα. Ο χύμα χαλβάς όμως αγορασμένος από τον μπακάλη και ο ταραμάς, κόκκινος και πολύ αλμυρός, δεν έλειπε από τα τραπέζια της Σαρακοστής. Αλλά τι να τα κάνεις όταν στο χωριό μας και σε όλα τα χωριά είχαμε όλα τα καλά ; Χοχλιούς, αγκινάρες, χλωροκούκια, καμπλιές, μαρουλάκια, χόρτα όλων των ειδών. Τα χορτοπιτάκια με τα υπέροχα γιαχνερά και τα χειροποίητα φύλλα, τα ωραία όσπρια που περίμεναν από το Καλοκαίρι στα πιθάρια, οι πατάτες από τα χωράφια μας οφτ

Με το χέρι στην καρδιά λίγο μετά τις γιορτές και τα πανηγύρια

Εικόνα
  Καλά γιορτάσαμε και τη μέρα της γυναίκας! Παράπονο δεν έχουμε. Δηλώσεις έκαναν, τριανταφυλλάκια μας έδωσαν, χαμόγελα μας χάρισαν, δώρα μας έφεραν. Με περισσή γαλαντομία μας έκαναν δώρο τη μέρα της γυναίκας, ως άλλοθι για όλα όσα στερούμαστε καθημερινά. Τα σπίτια όπως έλεγε κι η συχωρεμένη η γιαγιά μου “τα στένουν οι γυναίκες”. Και φανταστείτε πως η γιαγιά μου ανήκε σε κείνη τη γενιά των γυναικών που έζησε σκληρά μεν αλλά με τέτοιες κοινωνικές συνθήκες που μπορούσαν και να κάνουν μια γυναίκα χαρούμενη, να την κάνουν να αισθάνεται γεμάτη. Η αγωνία και ο αγώνας να μεγαλώσεις στη φτώχεια εφτά παιδιά ήταν τεράστιος όπως και να τα γεννάς στα χωράφια να τα τυλίγεις σε μια πάνα και να συνεχίζεις να δουλεύεις. Κάθε φορά όπως που κατάφερνε η γιαγιά μου και η κάθε γιαγιά, να “βγάλει τη μέρα” και να κοιμίσει ταϊσμένα τα παιδιά της κοιμόταν ήσυχη κι έβλεπε και κανένα καλό όνειρο. Και το πρωί ξυπνούσε με ένα χαμόγελο.   Σήμερα που φαίνεται να τα χουμε όλα, λύνοντας το βασικό πρόβλημα της επι