Χτίζοντας αναμνήσεις σε άλλους τόπους με καινούριους ανθρώπους
Φέτος δεν πήγα στο χωριό μου το Πάσχα. Κι ας ήξερα πως ήταν ωραία, πιο ωραία από οπουδήποτε αλλού. Ήταν εκείνος ο κόμπος που ανεβαίνει στο λαιμό εδώ και χρόνια κάθε φορά που ο νους γυρίζει στα παλιά που μπαίνει εμπόδιο για μια γιορτινή μέρα στον τόπο που έζησα τα ομορφότερα Χριστούγεννα, τα πιο λαμπρά Πάσχα και τα πιο γλεντζέδικα πανηγύρια της ζωής μου.
Γιατί τι είναι οι τόποι άραγε χωρίς τους ανθρώπους τους δικούς σου, εκείνους που μοιράστηκες στιγμές, έκανες όνειρα και ένοιωσες τη ζωή σε ρυθμούς χαρούμενους;
Βέβαια πάντα υπάρχουν αυτοί που μένουν αλλά αν δε σε περιμένει ένα πατρικό σπίτι με δυο γονείς ηλικιωμένους που η παρουσία σου τους δίνει μια παράταση ζωής, τίποτε δεν είναι ίδιο. Είναι κι εκείνες οι πολύτιμες στιγμές με τις μυρωδιές από τους λεμονανθούς , τα κορίτσια με τα εγκώμια, η μελωδική φωνή του παπα Παντελή στην εκκλησία, ο παππούς μου ο Βαγγέλης στο ψαλτήρι, ο μπαμπάς , η μαμά, οι θείες που δεν είναι πια κοντά μας, τα ξαδέρφια που μεγάλωσαν. Είναι οι αναμνήσεις μου και κανείς δεν πρόκειται να μου τις πάρει.
Και όλα τα θυμήθηκα με αγάπη αλλά και θλίψη όταν τη Μεγάλη Παρασκευή επισκέφθηκα τα κοιμητήριο στο χωριό μου, και κατά τα έθιμο αλλά και τη συνήθεια από τα παιδικά μου χρόνια φρόντισα τους τάφους των ανθρώπων μου.
Μόνο που τα τελευταία χρόνια άρχισα να κτίζω νέες αναμνήσεις με νέους ανθρώπους στον τόπο που τις τελευταίες δεκαετίες έγινε τόπος μου. Αυτό γίνεται εδώ και εννιά χρόνια και η αλήθεια είναι πως με δυσκολεύει λίγο, καθώς οι νέες αναμνήσεις μπλέκονται με τις παλιές και λίγο χάνω την αίσθηση του χρόνου. Αν όμως τελικά καταφέρω οι καινούριες μου αναμνήσεις να αποκτήσουν έστω και ένα κομμάτι από την γλυκάδα και την τρυφερότητα αυτών που στο χωριό έζησα τα παιδικά μου χρόνια θα είμαι πολύ τυχερή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου