Οι γιαγιάδες στο χωριό μου δεν θα γιόρταζαν ποτέ σήμερα
Οι γιαγιάδες που γνώρισα ήταν ιδιαίτερες. Και ήταν πολλές, εκτός από τις «κανονικές» βιολογικές μου γιαγιάδες την Μαρία και την Χριστίνα. Ήταν οι εξ αγχιστείας η Σταυρούλα και η Κατίνα, αλλά και πολλές άλλες αφού παιδιά στο χωριό όλες τις μεγάλες γυναίκες γιαγιάδες τις λέγαμε.
Η καθεμιά ήταν ξεχωριστή και μοναδική αλλά όλες είχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Ήταν γυναίκες που δεν ήξεραν τι θα πει κρέμα ημέρας και νύχτας και φυσικά ούτε μακιγιάζ. Τα μαλλιά τους ήταν όμορφα και λαμπερά λουσμένα με βρόχινο νερό και πράσινο σαπούνι και διατηρήθηκαν δυνατά ακόμα κι όταν έγιναν λευκά σαν το μπαμπάκι ως τα βαθιά τους γεράματα.
‘Ηταν γυναίκες του μόχθου παλεύοντας με τη ζωή παλικαρίσια μεγαλώνοντας πολλά παιδιά και δουλεύοντας στην γη, στον αργαλειό, στο σπίτι. Ήταν ευρηματικές προκειμένου να στέσουν κάθε μέρα το τσικάλι τους για τις πολυπληθείς οικογένειες τους.
Απέκτησαν νωρίς ρυτίδες μα τα μάτια τους είχαν μια λάμψη μοναδική. Σαν κάθονταν το βράδυ δίπλα στην παρασιά να ξαποστάσουν με τα παιδόγγονα να τις τριγυρίζουν είχαν μια όψη γαλήνης και ηρεμίας. Μια όψη πληρότητας, αυτοί που έχουν οι άνθρωποι που κάνουν μικρά και καθημερινά όνειρα, οι άνθρωποι που εκπληρώνουν τον προορισμό τους κάθε μέρα και στο τέλος της μέρας σηκώνουν τα μάτια στον ουρανό με ευγνωμοσύνη.
Αυτές οι γιαγιάδες, οι απλές λαικές γυναίκες, με το πράο βλέμμα ήταν τόσο δυναμικές όσο κανείς δεν μπορεί να φανταστεί και τόσο φεμινίστριες διεκδικώντας το κάθε λεπτό της ζωής τους ως το τέλος κι ας μην άκουσαν ποτέ τη λέξη φεμινισμός. Γιατί είχαν ένα αίσθημα αξιοπρέπειας και ελευθερίας μοναδικό κι ας κλείνονταν σε ένα κόσμο που φάνταζε μικρός.
Γιατί στα δυό τους χέρια κρατούσαν έναν κόσμο ολόκληρο τον οποίο επιθεωρούσαν με τα δύο τους λαμπερά μάτια. Και κυρίως δεν είχαν ανάγκη να γιορτάσουν σήμερα, μέρα της γιαγιάς, γιατί με το δικό τους τρόπο γιόρταζαν σε όλη του τη ζωή κάθε μέρα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου