Τα δικά μας σχολεία άνοιγαν και το Καλοκαίρι συνεχιζόταν!
Η άκρα του
Χειμώνα στο χωριό μας έφθανε σίγουρα το Σεπτέμβρη, αν δεν είχε τελειώσει από
τον Αύγουστο. Σιγά – σιγά το μεγάλο μας Καλοκαιρινό διάλλειμμα έπαιρνε τέλος
μαζί και οι μεγάλες κάψες, και έχοντας ακόμα στο στόμα μας τις γεύσεις από
μουσταλευριές, σταφύλια, καλοκαιρινές ντομάτες, σύκα και δροσερά καρύδια
αρχίζαμε τις προετοιμασίες για το σχολειό.
Οι μπλε ποδίτσες με την ποπλίνα και το λευκό γιακαδάκι έβγαιναν από τα μπαούλα, αν μας έκανε η περισυνή αλλιώς παίρναμε της μεγαλύτερης αδερφής ή της ξαδέρφης. Στην έσχατη περίπτωση μια καινούρια αγορασμένη από το Σαββατιάτικο παζάρι των Μοιρών.
Οι ελβιέλες και τα λαστιχένια γαλοτσάκια ήταν τα καθημερινά παπούτσια για το σχολείο, τα αγοράζαμε από τον αείμνηστο Στέργιο που μας τα έφερνε στο χωριό, και για τα σκολινά είχαμε καιρό.
Σειρά είχαν η τσάντα, κάθε δύο, τρία ή και τέσσερα χρόνια κι όχι τίποτα φανταχτερό, μια απλή τσάντα, τα τετράδια, τα στυλό και τα μολύβια. Ότι ξεχνούσαμε να πάρουμε από τις Μοίρες, καθώς λίστες δεν εδίδονταν εκείνη την εποχή, μας εξυπηρετούσαν τα δύο μπακάλικα του χωριού.
Κι ύστερα η πρώτη μέρα, στο μικρό και στο μεγάλο σχολειό. Το ένα του κράτους και το άλλο νοικιασμένο στέγαζαν εκείνη την εποχή 60 παιδιά σε έξι τάξεις στην Πλώρα.
Φτάναμε πάντα νυσταγμένα από το λίγο ύπνο και κουρασμένα από το πολύ παιχνίδι, με αμφιλεγόμενη όρεξη, αφού αυτή «παλάντζαρε» μεταξύ παιχνιδιού και μάθησης. Στην αυλή του μεγάλου σχολειού ξαναβλέπαμε τα ίδια παιδιά που βλέπαμε όλο το Καλοκαίρι αλλά τώρα φορούσαν τα καλά τους.
Και κάπου εκεί ξεκινούσαμε τη χρονιά, με όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες που όλο μεγάλωναν και τις νύχτες στα όνειρα μας γιγαντώνονταν. Το πρωινό ξύπνημα μας επανέφερε στην πραγματικότητα. Ευτυχώς που η άκρη του Χειμώνα δεν σήμαινε και το τέλος του Καλοκαιριού, αφού τα παιδικά μας Καλοκαίρια κρατούσαν σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς.
Οι μπλε ποδίτσες με την ποπλίνα και το λευκό γιακαδάκι έβγαιναν από τα μπαούλα, αν μας έκανε η περισυνή αλλιώς παίρναμε της μεγαλύτερης αδερφής ή της ξαδέρφης. Στην έσχατη περίπτωση μια καινούρια αγορασμένη από το Σαββατιάτικο παζάρι των Μοιρών.
Οι ελβιέλες και τα λαστιχένια γαλοτσάκια ήταν τα καθημερινά παπούτσια για το σχολείο, τα αγοράζαμε από τον αείμνηστο Στέργιο που μας τα έφερνε στο χωριό, και για τα σκολινά είχαμε καιρό.
Σειρά είχαν η τσάντα, κάθε δύο, τρία ή και τέσσερα χρόνια κι όχι τίποτα φανταχτερό, μια απλή τσάντα, τα τετράδια, τα στυλό και τα μολύβια. Ότι ξεχνούσαμε να πάρουμε από τις Μοίρες, καθώς λίστες δεν εδίδονταν εκείνη την εποχή, μας εξυπηρετούσαν τα δύο μπακάλικα του χωριού.
Κι ύστερα η πρώτη μέρα, στο μικρό και στο μεγάλο σχολειό. Το ένα του κράτους και το άλλο νοικιασμένο στέγαζαν εκείνη την εποχή 60 παιδιά σε έξι τάξεις στην Πλώρα.
Φτάναμε πάντα νυσταγμένα από το λίγο ύπνο και κουρασμένα από το πολύ παιχνίδι, με αμφιλεγόμενη όρεξη, αφού αυτή «παλάντζαρε» μεταξύ παιχνιδιού και μάθησης. Στην αυλή του μεγάλου σχολειού ξαναβλέπαμε τα ίδια παιδιά που βλέπαμε όλο το Καλοκαίρι αλλά τώρα φορούσαν τα καλά τους.
Και κάπου εκεί ξεκινούσαμε τη χρονιά, με όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες που όλο μεγάλωναν και τις νύχτες στα όνειρα μας γιγαντώνονταν. Το πρωινό ξύπνημα μας επανέφερε στην πραγματικότητα. Ευτυχώς που η άκρη του Χειμώνα δεν σήμαινε και το τέλος του Καλοκαιριού, αφού τα παιδικά μας Καλοκαίρια κρατούσαν σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς.
YΓ: Οι αναμνήσεις, γλυκές, τρυφερές, νοσταλγικές, ανήσυχες και ολοζώντανες ξύπνησαν με το άνοιγμα της σχολικής χρονιάς και με πήγαν πίσω δεκαετίες εκεί στο χωριό μου που και τα δύο του σχολειά έχουν κλείσει από χρόνια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου