Τα σημαντικά προσκυνήματα των παιδικών μας χρόνων στην Παναγία την Αλμυρή
Για μας, η Παναγία η Αλμυρή, δεν ήταν αγαπημένη μας μόνο όταν γιόρταζε, τέτοιες μέρες.. Ήταν η Παναγία παντός καιρού, για τα δύσκολα της οικογένειας.
Έτσι που κάθε φορά η μαμά μου, αυτή νέα γυναίκα κι εγώ μικρό παιδί, έφτανε στα όρια της- που δεν ήταν και δύσκολο για μια γυναίκα δραστήρια και δυνατή που διεκδικούσε τη ζωή της – μου λεγε “αύριο θα σε πάω μια μεγάλη βόλτα”.
Και το αύριο ήταν ή τα βράδια του Σαββάτου με το τελευταίο λεωφορείο από τις Μοίρες στο Ηράκλειο ή το πρωί της Κυριακής με το πρώτο πρωινό. Το λεωφορείο μας άφηνε στον αμαξωτό, την παλιά εθνική οδό Ηρακλείου Μοιρών, και κατηφορίζαμε ως το ναό.
Φτάναμε κι η μαμά ήταν σκασμένη. Άλλοτε πλάνταζε στο κλάμα κι άλλοτε το βλέμμα της σπίθιζε από θυμό.
Τι κάναμε στις ολονυχτίες δεν ξέρω γιατί η μαμά μου κουβαλούσε μια κουβέρτα μου την έστρωνε κατάχαμα κι αμέσως με παιρνε ο ύπνος. Ούτε τις λειτουργίες πολυκαταλάβαινα γιατί εμένα – ελπίζω όπως όλα τα παιδιά – με ενδιέφερε να παίζω.
Άλλωστε πάντα είχαμε και παρέα, γιατί πολλές ήταν οι μαμάδες με τα παιδιά τους που έκαναν ότι και εμείς.
Πάντως, αυτό που θυμάμαι, είναι πως όταν φεύγαμε η μαμά μου και οι άλλες μαμάδες δεν είχαν εκείνο το σκοτεινό βλέμμα. Ήταν κεφάτες, χαμογελαστές και ήρεμες. Κι εμείς νομίζαμε πως η Παναγία ήταν … μαγική.
Και στη γιορτή της Παναγίας με το λεωφορείο πηγαίναμε και βλέπαμε τους άλλους που πήγαιναν με τα πόδια.
Από τότε που μεγάλωσα δεν ξαναπήγα στην Παναγία την Αλμυρή. Και κείνες οι παιδικές αναμνήσεις άλλοτε έρχονται, άλλοτε φεύγουν. Άλλες φορές είναι λαμπερές κι άλλες ξεθωριασμένες.
Όμως όλες τις φορές έχουν το χρώμα που αφήνει η λάμψη του κεριού και τη μυρωδιά που αναδίδει το θυμίαμα.
Τι όμορφες αναμνήσεις με τη γιαγιά και τον παππού καθε χρόνο. Κάπου εκεί σε μια ακρούλα κοιμόμουν και εγώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή