Τότε ήθελα να πετάξω. Τώρα θέλω να κουρνιάσω

 


Τότε ήθελα να πετάξω. Ήταν τα χρόνια της εφηβείας και λίγο μετά, ως την ενηλικίωση, όταν η επαρχιακή πόλη με «έπνιγε». Οι άνθρωποι, ο τρόπος που σκέφτονταν και λειτουργούσαν, το γεγονός ότι όλοι βρίσκονταν σε μόνιμη βάση μπροστά στο οπτικό πεδίο των υπολοίπων και έμπαιναν στο «μικροσκόπιο» της κριτικής τους μου έπεφτε βαρύ, με ζόριζε και μου κατέβαζε συνέχεια τα φτερά.

Κι εκεί στην εποχή, που αμφισβητούσαμε τα πάντα, κυνηγούσαμε τους ανέμους και τελικώς γινόμαστε επαναστάτες με αιτία στο βάθος αχνοχάραζε μια ελπίδα. Οι σπουδές που ταυτίζονταν με τα όνειρα τα δικά μας αλλά και των γονιών μας. Το μόνο κοινό σημείο επαφής σε ένα χάσμα γενεών που όλο και μεγάλωνε. Συμπαραστάτες στα μαθήματα αλλά και στην προσπάθεια να ανοίξουμε τα παράθυρα της γνώσης και της ζωής κάποιοι καθηγητές.

Η προσπάθεια συνεχιζόταν και οι «καταπιεστικοί» γονείς τη στήριζαν διακριτικά αλλά με συνέπεια και συνέχεια. Κάποια στιγμή μετά από ένα Γολγοθά αλλαγής εκπαιδευτικών συστημάτων (Σ.Σ τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα;) ήρθε η ώρα. Οι πόρτες των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και της ζωής άνοιγαν διάπλατα.

Τα φοιτητικά χρόνια πέρασαν σπουδαία και γρήγορα και ήρθε η ώρα των πράξεων. Η ζέση πολύ, όση και η δουλειά. Και τα όνειρα άρχιζαν να γίνονται πράξη. Όπως όλα τα όνειρα που γίνονται κανονική ζωή είχαν χαρές, επιβραβεύσεις λύπες και ματαιώσεις. Ξαφνικά η κρίση έφερε τα άνω κάτω. Αλλά μας βρήκε χορτάτους. Είχαμε προλάβει όχι μόνο να αγγίξουμε αλλά και να ζήσουμε το όνειρο.

Και μετά αρχίσαμε να χάνουμε έναν έναν τους ανθρώπους που μας αγάπησαν δίχως προϋποθέσεις και όρους, αφήνοντας μια πίκρα που θα μείνει ως το τέλος της δικής μας ζωής.

Η πανδημία ήταν αυτό που έβαλε τη γενιά μας στον ... πόλεμο, εκείνο που οι προηγούμενες γενιές μας έλεγαν πως δε ζήσαμε, ο φόβος, η ανασφάλεια και η δύσκολη ισορροπία ανάμεσα σε όσα πρέπει να αναθεωρήσουμε αν θέλουμε να πάμε παρακάτω.

Κάπως έτσι η ζωή που αφήσαμε πίσω έγινε περισσότερη από κείνη που μπορούμε να προσδοκούμε πλέον.

Γυρίζοντας ξανά στην επαρχιακή πόλη με τα σημεία αναφοράς της εποχής να λείπουν από τη ζωή μου, νοιώθω πως δε με νοιάζει πια. Ίσως και το να μου ασκούν κριτική (Σ.Σ κουτσομπολιό) με κάνει να αισθάνομαι οικεία. Μετά το πέταγμα, δε θέλω να πετάξω άλλο. Θέλω να κουρνιάσω και να αισθανθώ ασφαλής.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζώντας κάθε Μεγαλοβδομάδα το θαύμα με το προζύμι στα πόδια του Σταυρωμένου Ιησού!

Η Φροσύνη με τα ανοιχτά χέρια, τα λουλούδια και τη μεγάλη καρδιά

Στον Λέντα στον τόπο που τα όνειρα βρίσκουν το δρόμο τους