Οι Τσικνοπέμπτες που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου
Οι Τσικνοπέμπτες στο χωριό μου είχαν τη μυρωδιά της τσίκνας, αφού όλη η Πλώρα από το πρώτο σπίτι της πάνω ρούγας ως το τελευταίο της κάτω ρούγας, μοσχομύριζαν.
Οι ψησταριές με κάρβουνα άναβαν από νωρίς, οι παρασιές με τα τηγάνια έπαιρναν ... φωτιά και οι νοικοκυρές μπαινόβγαιναν φτιάχνοντας πιταράκια, ετοιμάζοντας τα κρέατα για τις ψησταριές. Τα παιδιά κουβαλούσαν τις καρέκλες και τα χρειαζούμενα από το ένα σπίτι στο άλλο για να στηθούν οι μεγάλες οικογενειακές παρέες των τριάντα και σαράντα ατόμων.
Κι όταν το βράδυ έπεφτε κάθονταν όλοι γύρω από τα τραπέζια από τους σχεδόν αιωνόβιους παππούδες και γιαγιάδες ως τα μωρά δισέγγονα και τρισέγγονα μερικές φορές.
Τα φαγητά, τσικνισμένα, και πεντανόστιμα και το ντόπιο κρασί έδιναν άλλη μια ευκαιρία, να βρεθούν οι άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι. Το τζάκι στη συνήθως άναβε κι όλο και κάτι ψήνονταν κι ερχόταν στο τραπέζι.
Γρήγορα, με φαγητό, κρασί, μασκαράδες που γυρνούσαν από το ένα σπίτι στο άλλο αρνούμενοι να αποκαλύψουν ποιοι είναι, το κέφι άναβε κι άρχιζαν τα τραγούδια και οι χοροί. Το παράδοξο είναι πως αυτά τα άρχιζαν και τα συντηρούσαν οι μεγαλύτεροι, κι ακολουθούσαν οι νεώτεροι.
Τα παιδιά έπαιζαν μέχρι εξάντλησης και πριν καλά, καλά το καταλάβουμε η Τσικνοπέμπτη είχε περάσει. Όμως έρχονταν οι Απόκριες της Κρέτινης όπως την έλεγε η γιαγιά την Κυριακή που οι καλοί Χριστιανοί σταματούσαν το κρέας και της Τυρινής, όπου το γλέντι αναμένονταν μεγαλύτερο.
Εκείνες οι Τσικνοπέμπτες των παιδικών μας χρόνων στα χωριά της Κρήτης, είχαν αρώματα από φαγητά, παρέα και οικογένεια, δυστυχώς όνειρο απατηλό στην εποχή της πανδημίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου