Από το χωριό και το Γυμνάσιο στην πανδημία, σαράντα χρόνια δρόμος
Τούτες τις μέρες οι μνήμες έρχονται βασανιστικές και δε με αφήνουν να ησυχάσω. Τη μια νομίζω πως ξυπνώ στην Πλώρα με τη γνωστή καθυστέρηση που με κάνει να τρέχω πίσω από το Αντισκαριανό λεωφορείο, πολλές φορές να μην το προλαβαίνω.
Τότε φεύγω τρέχοντας από το σπίτι μου στην πάνω ρούγα και τρέχω ως το παλιό καφενείο και ελαιουργείο του Ευριπίδη που δουλεύει ακόμα μπας και προλάβω το Λεδιανό (το λεωφορείο που έρχεται από το Λέντα) για να πάω στο σχολείο.
Κι εκεί φτάνοντας τρέχω από την πλατεία των Μοιρών κι αρχίζω αγκομαχώντας την προσπάθεια να φτάσω στο σχολείο μου. Περνώ τα σφαιριστήρια, τη Ρομαντική γωνιά και φτάνω στην Αγία Παρασκευή. Παίρνω μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα και μετά από δύο σύντομες στροφές μπαίνω στην τελική ευθεία.
Ακούω το σούσουρο από την αυλή του σχολείου και λίγο πριν φτάσω στο σουβλατζίδικο ακούω το κουδούνι. Ανεβαίνω τρέχοντας τη μικρή ανηφορίτσα και ξαφνικά σταματώ μπροστά στην καγκελόποερτα. Η αυλή είναι άδεια και όλα είναι σε απόλυτη σιγή. Όχι δεν πρόλαβαν να μπουν μέσα, δεν υπάρχει σχολείο για μένα και έχω πάψει εδώ και δεκαετίες, κοντά 40 χρόνια, να είμαι μαθήτρια.
Και όλα είναι στο όνειρο μου. Όπως κι όλα όσα τελευταία με ένα πικρό τρόπο μου θυμίζουν τα χρόνια που πέρασαν. Οι αγαπημένοι μου άνθρωποι δεν είναι πια εδώ, οι καθηγητές μου είναι στην τρίτη ηλικία, οι συμμαθητές μου “μεστωμένοι” όπως κι εγώ, οι φίλοι, τα αδέλφια και τα ξαδέλφια μου.
Κλεινόμαστε νωρίς στα σπίτια μας και ελπίζουμε, προσδοκούμε και περιμένουμε να περάσει η πανδημία. Εκείνος ο ιδιότυπος πόλεμος που ήταν να ζήσουν οι γενιές μας, αυτές που πολλές φορές άκουσαν πως ήταν τυχερές που δεν έζησαν πόλεμο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου