Τα σπουδαία ταξίδια των παιδικών μου χρόνων με μόλις 1,5 δραχμή
Τα πρώτα παραμύθια που διάβασα δεν είχαν εικόνες. Ήταν μόνο κείμενο και μάλιστα με μικρά και πυκνά γράμματα, αγορασμένα με το μικρό μου χαρτζιλίκι από το βιβλιοπωλείο του Φανούριου στις Μοίρες.
Το όνομα του βιβλιοπωλείου όπως γραφόταν στην παλιά ξύλινη ταμπέλα ήταν “Αβραάμ” που πάντα υπέθετα πως ήταν ο προκάτοχος του Φανούριου. Ο βιβλιοπώλης που πουλούσε τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα από χαρτικά, σχολικά, βιβλία, εφημερίδες και στο πίσω μέρος είχε και ένα μικρό τυπογραφείο ήταν ευγενικός και λιγομίλητος.
Κάθε φορά που μάζευα το απαραίτητο ποσό, 1,5 δραχμή πήγαινα για να αγοράσω το καινούριο μου παραμύθι. Ο Φανούριος με γνώριζε γιατί και γείτονας μας ήταν αλλά και καθημερινά με έβλεπε καθώς καθημερινά πήγαινα και αγόραζα εφημερίδες, κάνοντας θελήματα σε πελάτες του δικού μας καταστήματος και μαζεύοντας χαρτζιλίκια.
Μόλις έπαιρνα το παραμυθάκι στα χέρια μου ένοιωθα μια απίστευτη χαρά. Περνούσα τρέχοντας τον κεντρικό δρόμο και πήγαινα στο μαγαζί μας, πήγαινα σε ένα απόμερο τραπέζι κι άρχιζα σιγά – σιγά να κόβω τις σελίδες. Πρόσεχα να μην σκίζονται. Η μυρωδιά του φρέσκου χαρτιού μου προκαλούσε ευφορία και προσμονή.
Όταν ολοκλήρωνα αυτήν τη διαδικασία καθόμουν αναπαυτικά και άρχιζα το ταξίδι. Λέξη λέξη, γραμμή – γραμμή, πήγαινα όπου διαδραματιζόταν τον παραμύθι. Στο δάσος με την κοκκινοσκουφίτσα, στο παλάτι ή στο τζάκι με την σταχτοπούτα, με τη Χιονάτη, τους δράκους, τα πριγκιπόπουλα.
Τα χρόνια περνούσαν και τα παραμύθια όλο και γίνονταν περισσότερα. Σιγά σιγά άρχισα να πηγαίνω και πιο μακριά στο βιβλιοπωλείο του Πολύβιου στην άκρη της πλατείας. Τα γούστα μου σιγά σιγά άλλαζαν αλλά συνέχισα να διαβάζω, περισσότερο εξωσχολικά βιβλία παρά σχολικά. Τώρα διάβαζα και κάτω από τις λεμονιές πίσω από το μαγαζί, στην ταράτσα του σπιτιού ή και τα βράδια πριν κοιμηθώ.
Κάπως έτσι ανακάλυπτα όλο νέους κόσμους με ελληνική και ξένη λογοτεχνία αλλά και βιβλία που μου εμφυσούσαν αργά αλλά σταθερά ένα άλλο τρόπο σκέψης. Αργότερα ανακάλυψα τη δανειστική βιβλιοθήκη του γυμνασίου αλλά και του Πολιτιστικού Συλλόγου.
Κι όλο διάβαζα και έλεγα πως ήθελα να φύγω. Τώρα πια δε χρειάζεται αυτή η ολόκληρη διαδικασία για να βρεις ένα βιβλίο. Μόνο που ένα μεγάλο κομμάτι της δίψας μοιάζει κορεσμένο και η διάθεση είναι κάπως διαφορετική.
Ωστόσο η χαρά να παίρνεις στα χέρια σου το καινούριο βιβλίο και να μυρίζει φρέσκο χαρτί και μελάνι είναι ίδια, όπως με τα μικρά παραμυθάκια της 1,5 δραχμής που εικόνα είχαν μόνο στο εξώφυλλο.
Φωτογραφία: pixabay
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου