Γιαγιά θαρρώ πως εδά φτάνουν "τα ύστερα του κόσμου"
Γιαγιά, ένα έχω να σου πω. Επρόλαβες και ήφυγες. Γιατί δύο πολέμους της πέρασες κοπέλι και παιδιωμένη γυναίκα, παγκόσμιους πολέμους.
Κι είχαν φτώχεια, πείνα και ανέχεια, γύμνια και πόνο. Κι είδες με μεγάλη έκπληξη τα τηλέφωνα, τσ ανθρώπους να πηγαίνουν στο φεγγάρι, τις τηλεοράσεις. Επρόλαβες να δεις τα γκόνια σου να γυρίζουνε στις ντισκοτέκες να κάνουνε πάρτι με σφαλιχτά τα φώτα κι επέμενες πως ήρθαν τα “ύστερα του κόσμου”.
Ύστερα γιαγιά, πέταξες στον ουρανό και ξεκουράστηκες ανάμεσα στα λαμπερά αστέρια, αλλά καθώς φαίνεται τα “ύστερα του κόσμου” δεν ήρθαν, τότεσας που το λεγες τουλάχιστον. Δεν ξέρω αν τώρα είμαστε κοντά στα “ύστερα του κόσμου”, φοβούμαι πολύ δεν μπορώ να το χώσω, αλλά κατέχω πως αυτό που ζούμε μπορεί και να ναι πόλεμος!
Δεν πρόλαβες να δεις πολλά τις βιντεοκλήσεις, το ιντερνέτ, τα κοινωνικά δίκτυα και τον κορονοιό γιαγιά.
Κι εμείς είδαμε τη ζωή μας να αλλάζει και καταλάβαμε πως όταν, και όπως τελειώσει πια αυτό, δε θα μαστε ποτέ ξανά οι ίδιοι. Η πανδημία μας έφερε να κοιτούμε στον καθρέφτη όχι μόνο ποιοί είμαστε τώρα αλλά και όσα θεωρούσαμε σημαντικά ως σήμερα.
Ξαφνικά μείναμε στο σπίτι μας και κοιτώντας τους ανθρώπους μας προσπαθούμε να μάθουμε τον εαυτό μας κι όσα εσύ δεν πρόλαβες να δεις μας βοηθούν με σκληρό τρόπο μαθαίνουμε και τους άλλους.
Γιαγιά, είναι το ιντερνέτ, κι εγώ δουλεύω εκεί κι έχω πολλά προβλήματα. Είναι και το facebook στο ιντερνέτ. Εκεί οι φίλοι μου με τρομοκρατούν για να προσεύχομαι και μου λένε να προσεύχομαι, εσύ γιαγιά μου λεγες πως ο Θεός μας αγαπά, κι αυτοί μου λένε πως μας τιμωρεί. Και μου λένε να στείλω το μήνυμα σε 50, 100 ή 7000 άλλους. Αυτό είναι προσευχή;
Είναι και κάτι άλλοι που θα λεγες πως “ο νους τους κάνει ζούφερα” και μάλλον είναι …. μανισμένοι και τα βάνουν με όλους. Κανείς δεν μπορεί να χει άλλη γνώμη από αυτήν που κάποιοι θέλουν να μας ξεκάνουν. Ιστορίες συνομωσίας τις λένε και μοιάζουν με αυτές που έκανε η Καντίκω όταν όλες οι χωριανές ήθελαν να τσι πάρουν το Μανώλακα.
Γιαγιά, μου λεγες πως στην κατοχή τα βράδια οι Γερμανοί απαγόρευαν την κυκλοφορία, εδά οι Έλληνες την απαγορεύουν και τη μέρα και καλά κάνουν για να μη γενούμε όλοι αρρωστάρηδες. Αλλά οι άνθρωποι δε μαντρίζουνται μέσα.
Γιαγιά τον κορονοιό τον κυνηγούμε και δε μπορούμε να τον πιάσουμε κι ωστόσο σκοτώνει ανθρώπους. Κι εμείς φοβόμαστε και την ίδια ώρα κάνομε τση κεφαλής μας και βάνομε φασαρίες.
Γιαγιά αν δεν έρθουν τα “ύστερα του κόσμου” εδά λέω πως μπορεί να μην έρθουν και ποτέ!
ΥΓ. Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε λίγο μετά την εισβολή του κορονοιού στη ζωή μας κι εν μέσω της πρώτης καραντίνας. Σκοπίμως δεν γράφτηκε και δεύτερο γιατί τα δεδομένα άλλαξαν άλλα προς το καλύτερο κι άλλα προς το χειρότερο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου