Στη θάλασσα με το λεωφορείο της γραμμής, με κεφτεδάκια και τους παιδικούς μας φίλους
Ο ήλιος έκαιγε ... τις πέτρες κι η πλατεία στις Μοίρες το πρωί, μετά την εκκλησία, γέμιζε από κόσμο. Κυριακές που ξεκινούσαν με το θερμόμετρο να “χτυπά κόκκινο” από το πρωί, με ελάχιστες φορές να μαθαίνουμε την πραγματική θερμοκρασία.
Εκείνα τα χρόνια τη δεκαετία του 70 τα θερμόμετρα ήταν ελάχιστα και οι άνθρωποι δεν ασχολούνταν και τόσο. Στου Διακάκη το καφενείο πάντως στην κεντρική πλατεία των Μοιρών άκουγα να λένε συχνά που ξεπέρασε τους 40 υπό σκιά.
Ήταν πολλοί όσοι κατέβαιναν την Κυριακή το πρωί στην πλατεία, γυναίκες με ρόμπες και παντόφλες και παιδιά με τσόκαρα και καπελάκια. Ο σκοπός ιερός: το Κυριακάτικο μπάνιο, συνήθως στον Κόκκινο Πύργο και καμιά φορά στην Αγία Γαλήνη. Αν περνούσε νωρίτερα το λεωφορείο για τα Μάταλα, δεν έμπαιναν και άδειο να ταν. Ας μην κάνουν κάποιοι ότι δεν το θυμούνται, τα Μάταλα ήταν ... κακοφημισμένα κι ας ζούσε πια την παρακμή του το κίνημα των χίπις. Ήταν μια παλιά ιστορία που καλλιεργούνταν κι ακούγαμε συχνά για τους κακούς χίπις, αλλά δεν είναι του παρόντος.
Τα απαραίτητα για το μπάνιο στη θάλασσα ήταν σε κυλινδρικά καρώ σακ βουαγιάζ που ήταν τότε στη μόδα αλλά δεν ήταν τα μοναδικά εφόδια, αφού σε άλλη τσάντα οι μαμάδες κρατούσαν το μπωλ με τα κεφτεδάκια, το νερό και φρούτα για τα βλαστάρια τους.
Το λεωφορείο έφθανε τις περισσότερες φορές παραπάνω από μισογεμάτο αφού έφερνε κόσμο για το Ηράκλειο. Αρχίζαμε να μπαίνουμε στο λεωφορείο για τον Κόκκινο Πύργο στην πλατεία των Μοιρών. Στο παιδικό μου μυαλό το λεωφορείο φάνταζε τεράστιο καθώς όσοι κι αν περιμέναμε στην πλατεία χωρούσαμε.
Στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες, όρθιοι, καθιστοί, στα σκαλοπάτια, κατάχαμα και με το παλιό λεωφορείο να αγκομαχά, κι εμάς να κολυμπάμε στον ιδρώτα φθάναμε από τις Μοίρες στον Κόκκινο Πύργο.
Το λεωφορείο δεν προλάβαινε να σταματήσει κι όλοι είχαμε ξεχυθεί στο δρόμο για τη θάλασσα. Τι απόλαυση ήταν αυτή, με το κρύο νερό να μας επαναφέρει στα σύγκαλα μας. Παιχνίδια, παρέες, γέλια και παρέες για μικρούς και μεγάλους. Πραγματικά με το βρισκούμενο και τα ελάχιστα. Αλλά ξεχειλούσε η καλή διάθεση και το κέφι.
Τόσο πολύ μάλιστα που τους γυρισμούς δεν τους θυμάμαι καθόλου. Προφανώς από την κούραση κοιμόμαστε όρθιοι και όπως κι αν γυρίζαμε δεν μας ένοιαζε. Ξυπνούσαμε νυσταγμένοι το απόγευμα στην πλατεία των Μοιρών και πριν ξενυστάξουμε βρισκόμασταν στο κρεββάτι μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου