Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2021

Από το χωριό και το Γυμνάσιο στην πανδημία, σαράντα χρόνια δρόμος

Εικόνα
  Τούτες τις μέρες οι μνήμες έρχονται βασανιστικές και δε με αφήνουν να ησυχάσω. Τη μια νομίζω πως ξυπνώ στην Πλώρα με τη γνωστή καθυστέρηση που με κάνει να τρέχω πίσω από το Αντισκαριανό λεωφορείο, πολλές φορές να μην το προλαβαίνω. Τότε φεύγω τρέχοντας από το σπίτι μου στην πάνω ρούγα και τρέχω ως το παλιό καφενείο και ελαιουργείο του Ευριπίδη που δουλεύει ακόμα μπας και προλάβω το Λεδιανό (το λεωφορείο που έρχεται από το Λέντα) για να πάω στο σχολείο. Κι εκεί φτάνοντας τρέχω από την πλατεία των Μοιρών κι αρχίζω αγκομαχώντας την προσπάθεια να φτάσω στο σχολείο μου. Περνώ τα σφαιριστήρια, τη Ρομαντική γωνιά και φτάνω στην Αγία Παρασκευή. Παίρνω μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα και μετά από δύο σύντομες στροφές μπαίνω στην τελική ευθεία. Ακούω το σούσουρο από την αυλή του σχολείου και λίγο πριν φτάσω στο σουβλατζίδικο ακούω το κουδούνι. Ανεβαίνω τρέχοντας τη μικρή ανηφορίτσα και ξαφνικά σταματώ μπροστά στην καγκελόποερτα. Η αυλή είναι άδεια και όλα είναι σε απόλυτη σιγή. Όχι δεν πρόλαβ

Ο μεγάλος μας αγώνας για να γίνουμε οι καλύτερες μασκάρες

Εικόνα
  Τούτες τις μέρες, σαν ήμασταν παιδιά, είχαμε πολλές και .... μεγάλες δουλειές. Οι σκέψεις που είχαμε από τα Χριστούγεννα και μετά γύριζαν συνέχεια γύρω από τις Απόκριες κι έφταναν ως το Πάσχα. Όμως ο πρώτος σημαντικός σταθμός πριν το Πάσχα ήταν οι Απόκριες και την έναρξη του αγώνα μας σηματοδοτούσε το άνοιγμα του Τριωδίου. Ήταν ο καιρός που έπρεπε να ετοιμάσουμε τις “στολές” μας για τα μασκαρέματα της Αποκριάς. Ο λόγος που γράφω τη λέξη στολές εντός εισαγωγικών, είναι ότι δεν ήταν ακριβώς στολές. Ήταν ένας μεγάλος μαραθώνιος με “βουτιές” σε ντουλάπες, μπαούλα, σπίτια, αποθήκες μέχρι και σε αχυρώνες.! Γιατί φυσικά και δεν ήταν στολές, αφού δεν τις ράβαμε, δεν τις νοικιάζαμε ή δεν τις αγοράζαμε. Ήταν αυτοσχέδια αλλά όχι πρόχειρα μασκαρέματα. Για να ντυθούμε “μασκάρες” όπως το λέγαμε τότε, γυρίζαμε όλα τα σπίτια του χωριού, με το σπίτι του παππού μας, να πρωταγωνιστεί. Ρούχα των μεγάλων, παλιά και κανούρια, σεντόνια υφαντά, πατανίες και τριοπατήτηρα, τραπεζομάντηλα, μεντιλέδες, τσεμπ

Ο έρωτας στα χρόνια της αθωότητας

Εικόνα
  Ήταν εκείνα τα χρόνια της εφηβικής αθωότητας που ξαφνικά άρχιζε να χτυπά γρήγορα η καρδιά, να “κόβονται” τα γόνατα και να αναρωτιέσαι τι σου συμβαίνει. Πολύ γρήγορα ήξερες χωρίς κανένας να στο πει πως ήταν έρωτας. Τα σκιρτήματα του ήταν συχνά και επαναλαμβανόμενα αρκεί να έβλεπες τον αγαπημένο ή την αγαπημένη σου. Στο απέναντι θρανίο, στην πρώτη καφετέρια των Μοιρών με το όνομα “Ελίνα”, στο παζάρι των Μοιρών ή στο πανηγύρι του χωριού “γράφονταν” με ανεξίτηλα γράμματα οι πρώτοι νεανικοί έρωτες. Οι εποχές δύσκολες, δεν το λεγες εύκολα πως ερωτεύτηκες αλλά το μοιραζόσουν με τους συντρόφους και τις συντρόφισσές στα παιδικά παιχνίδια, που έγιναν μετά φίλοι ζωής. Πολλές φορές δε το μάθαιναν ούτε οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, αφού οι έρωτες εκείνοι ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία πλατωνικοί αλλά και ανομολόγητοι. Κάποιοι από αυτούς τους έρωτες, των εφηβικών μας χρόνων, μια ελάχιστη πλειοψηφία έφθασαν ως το γάμο μετρώντας πλέον δεκαετίες παιδιά και εγγόνια. Οι περισσότεροι όμως έμεινα

Τα σπουδαία ταξίδια των παιδικών μου χρόνων με μόλις 1,5 δραχμή

Εικόνα
  Τα πρώτα παραμύθια που διάβασα δεν είχαν εικόνες. Ήταν μόνο κείμενο και μάλιστα με μικρά και πυκνά γράμματα, αγορασμένα με το μικρό μου χαρτζιλίκι από το βιβλιοπωλείο του Φανούριου στις Μοίρες. Το όνομα του βιβλιοπωλείου όπως γραφόταν στην παλιά ξύλινη ταμπέλα ήταν “Αβραάμ” που πάντα υπέθετα πως ήταν ο προκάτοχος του Φανούριου. Ο βιβλιοπώλης που πουλούσε τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα από χαρτικά, σχολικά, βιβλία, εφημερίδες και στο πίσω μέρος είχε και ένα μικρό τυπογραφείο ήταν ευγενικός και λιγομίλητος. Κάθε φορά που μάζευα το απαραίτητο ποσό, 1,5 δραχμή πήγαινα για να αγοράσω το καινούριο μου παραμύθι. Ο Φανούριος με γνώριζε γιατί και γείτονας μας ήταν αλλά και καθημερινά με έβλεπε καθώς καθημερινά πήγαινα και αγόραζα εφημερίδες, κάνοντας θελήματα σε πελάτες του δικού μας καταστήματος και μαζεύοντας χαρτζιλίκια. Μόλις έπαιρνα το παραμυθάκι στα χέρια μου ένοιωθα μια απίστευτη χαρά. Περνούσα τρέχοντας τον κεντρικό δρόμο και πήγαινα στο μαγαζί μας, πήγαινα σε ένα απόμερο τραπέζι κι ά

Η τελευταία μέρα που φορέσαμε τη σχολική ποδιά ήταν η σημερινή

Εικόνα
  Πέρασαν κιόλας 39 χρόνια που σαν απόψε έβαλα τη σχολική μου ποδιά στον πάτο της ντουλάπας. Σα να ήταν χθες που για τελευταία φορά φορώντας τη σκούρα μπλε ποδιά μου περνούσα την πόρτα του Λυκείου Μοιρών. Τι κι αν πέρασαν 39 χρόνια. Η πρώτη μέρα που οι μαθήτριες πήγαμε με τα «πολιτικά» στο σχολείο ήταν στις 6 Φεβρουαρίου του 1982, 39 ολόκληρα χρόνια πριν. Η μαθητική ποδιά για τη δική μας τη γενιά, ίσως και για τις προηγούμενες, η κατάργηση της υπήρξε «σημαία» στις διεκδικήσεις μας, το σύμβολο της καταπίεσης και η διαφοροποίηση σε βάρος του φύλου μας σε σχέση με τους συμμαθητές μας. Λίγο πριν την κατάργηση της είχε έρθει η εκλογή των 15μελών συμβουλίων, η συμμετοχή των μαθητών σε θέματα που τους αφορούσαν και λίγο μετά ήρθε άλλη μια αλλαγή στο σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων στα Πανεπιστήμια. Για τα επιχειρήματα που τότε επικαλούμασταν, και δεν είναι του παρόντος να τα αναλύσουμε καλώς καταργήθηκε η μαθητική ποδιά. Το πνεύμα του εκδημοκρατισμού που έπνεε στα σχολεία ήταν κατά των «π

Τα καλύτερα κουλουράκια του κόσμου ήταν αυτά που τρώγαμε παιδιά!

Εικόνα
 Tα κουλουράκια τα ανακάλυψα, σε καθημερινή και συστηματική βάση, όταν πήγα στο νηπιαγωγείο.  Η μητέρα μου με περνούσε τον κεντρικό δρόμο των Μοιρών και με άφηνε έξω από το φούρνο του κυρίου Γιώργου, του γείτονα μας του φούρναρη που έκανε τα καλύτερα κουλουράκια του κόσμου! Έπαιρνα δύο κουλουράκια και πήγαινα μόνη μου στο νηπιαγωγείο, σε μια επαρχιακή πόλη πριν από δεκαετίες αυτό δεν ήταν επικίνδυνο. Φτάνοντας στο σχολείο ο νους μου ήταν στο διάλλειμα. Καθόμουν στα σκαλιά του Αη-Γιώργη (ήταν η αυλή του νηπιαγωγείου) και μασουλούσα με περισσή απόλαυση τα κουλουράκια μου. Η ευχάριστη αυτή συνήθεια συνεχίστηκε και στο δημοτικό.  Μετά το ξέχασα, δε σταμάτησα να τρώγω κουλουράκια, μα θαρρώ πως εκείνη τη γεύση δεν την είχα ξανασυναντήσει. Οι μνήμες αυτές ξύπνησαν ξαφνικά όταν πήγα στο φούρνο της γειτονιάς μου, αφού έστειλα μήνυμα και φόρεσα τη μάσκα μου, και είδα απλωμένα τα κουλουράκια.   Τρυφερές αναμνήσεις και γευστικές αναδρομές κατέκλυσαν τη σκέψη μου και έφτιαξαν τη μέρα μου. Το πρωινό