Στοιχειώνει τις αναμνήσεις μου η θειά Μαρία που καταριόταν το Θεό!

 


Kάθε πρωί την άκουγα να καταριέται το Θεό που είχε περάσει τα 100 κι ακόμα δεν την έπαιρνε.

Παιδί εγώ γύρω στα 10 καθόμουν τα πρωινά πριν πάω σχολείο στην πίσω αυλή του πατρικού μου σπιτιού στο χωριό, πηγαίνοντας πάνω – κάτω μια φλυτζάνα γάλα.

Και κάθε μέρα το ίδιο σκηνικό. Η θειά η Μαρία, μια γυναίκα που για την ηλικία της ήταν  ιδιαίτερα ευκίνητη, ήταν κοντή και αδύνατη και φορούσε πάντα μαύρα ρούχα. Δεν ξέρω αν την είχε δει ποτέ κανείς χωρίς το μαύρο της τσεμπέρι, το οποίο έδενε πίσω από το κεφάλι της αφού το περνούσε μπροστά από το στόμα της σταυρωτά.

'Ετσι φαινόταν μόνο τα μικρά βαθουλωτά, γαλάζια μάτια της που όταν ήμουν παιδί πίστευα πως έβλεπαν και στο σκοτάδι.

Η φωνή της τσιριχτή και διαπεραστική πάντα, τα πρωινά όταν καταριόταν το θεό αποκτούσε και ένα θυμό μια αγριάδα. Το άκουγα πολύ καιρό αυτό το μονόλογο και την κοιτούσα κρυφά να στέκει στη πόρτα του σπιτιού της, ένα παλιό πέτρινο σπίτι, να ξεκινά ένα ιδιότυπο μοιρολόι, στο οποίο έλεγε πολλά ακαταλαβίστικα, μεταξύ αυτών και διάφορα ονόματα, και το οποίο κατέληγε πάντα στις κατάρες στο Θεό.

Μια μέρα από τις πολλές, ρώτησα το συγχωρεμένο τώρα πια πατέρα μου γιατί αυτή η γυναίκα καταριέται το Θεό. Μου απάντησε πως ο μικρός μου ξάδελφος που έφυγε στα 2 του χρόνια ήταν δισέγγονος της, ο θείος μου που πέθανε 38 εγγονός της και ωστόσο πέθαιναν παιδιά της, νύφες και γαμπροί της κι αυτή κάθε μέρα ήταν εκεί. Δεν πολυκατάλαβα αλλά δε ρώτησα και περισσότερα.

Λίγες μέρες μετά κι ενώ πάλι περίμενα στην αυλή , δεν την είδα και δεν την άκουσα στις 7 το πρωί να καταριέται. Λίγες ώρες αργότερα όταν τα παιδιά της μπήκαν στο σπίτι της είδαν πως είχε πεθάνει. Και την έκλαψαν πολύ, όσα της είχαν μείνει κι ας είχε περάσει τα 100. Μάνα ήταν. Γιατί επειδή ήταν μάνα έκανε κι όλα τα προηγούμενα. Δεν άντεχε να χάνει τα σπλάχνα της και να ζει.

Κι όπως μου είπε εκείνη τη μέρα ο πατέρας μου: “Ο Θεός και τη λυπήθηκε και τη συγχώρεσε και την πήρε μαζί του”.

 

ΥΓ. Από τότε έχουν περάσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες και ως σήμερα δεν κατάλαβα πραγματικά τι νόημα είχαν αυτές οι πρωινές κατάρες. Κατάλαβα όμως τον πόνο και την οργή.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Φροσύνη με τα ανοιχτά χέρια, τα λουλούδια και τη μεγάλη καρδιά

Στον Λέντα στον τόπο που τα όνειρα βρίσκουν το δρόμο τους

Αλήθεια τί άλλαξε από τότε που η γιαγιά μου ψήφιζε με σταυρωμένα ψηφοδέλτια;