Άνθρωποι και μνήμες Χριστουγέννων κατέκλυσαν ξανά τη ζωή μου!

 


Τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων ήταν παγωμένα. Πολύ παγωμένα. Ο αέρας που λυσσομανούσε τέτοιες μέρες έμπαινε στο κρύο σπίτι με το τσιμεντένιο πάτωμα, την παγωμένη ταράτσα και τα ξύλινα κουφώματα που με τα χρόνια είχαν “φυράξει” κι “έμπαζαν” από παντού.

Τις χρονιές που ο Χειμώνας ήταν βαρύς και οι βροχές πολλές μια “φλέγα” στα θεμέλια του σπιτιού άνοιγε κι μια καλή αυλακιά νερό περνούσε μέσα από την κουζίνα.

Το τζάκι βέβαια υπήρχε και πάντα άναβε αλλά ήταν μόνο στην κουζίνα. Στα υπνοδωμάτια βάζαμε μαγκάλι με κάρβουνα και σπίθα και λίγο πριν κοιμηθούμε το βγάζαμε. Τόσοι άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους από μαγκάλια.

Την παγωνιά τη νοιώθαμε κυρίως τα βράδια γιατί όλοι μέρα τριγυρνούσαμε στους δρόμους με παγωμένα χέρια, αυτιά και μύτες. Φορούσαμε κάλτσες για να κοιμηθούμε και τυλίγαμε τα πόδια μας με μάλλινες μπλούζες. Σκεπαζόμαστε με βαριές φελιτσάδες και πατανίες ή παπλώματα προίκας που χρειάζονταν δύο για να τα σηκώσουν. Τα παπλώματα τα ελαφριά, με πούπουλο και άλλα υλικά δεν είχαν έρθει ακόμα.

Η γιαγιά μας έλεγε να “ξεχνούμε” το κρύο για να μην κρυώνουμε! Εννοείται πως η γιαγιά μου δεν ήξερε τι είναι η ψυχολογία αλλά η συμβουλή της ήταν σοφή.

Ήταν αρκετό να κοιτάξεις τα ροζιασμένα χέρια του πατέρα, το τσικάλι που έβραζε στην παρασιά, να τραβήξεις τα μαλλιά της αδερφής σου ή να πιάσεις τα χεράκια του μικρού σου αδερφού και το κρύο χάνονταν μεμιάς.

Ο κόσμος ξαφνικά γινόταν ζεστός και χρωματιστός. Κι αν έκανες κι ένα όνειρο με τα παιδικά σου μάτια ανοιχτά, ο κόσμος σου γινόταν φωτεινός, λαμπερός πολύ περισσότερο από όσο φως έδιναν η 60άρα ηλεκτρική λάμπα και τα ξύλα που τριζοβολούσαν στο τζάκι.

Οι ετοιμασίες, οι παρέες που πήγαιναν κι έρχονταν, οι βεγγέρες, οι παρέες, οι ευχές και οι αγκαλιές ζέσταιναν την ατμόσφαιρα.

Τα φετινά Χριστούγεννα δεν είχαν και πολλά από κείνα των παιδικών μου χρόνων. Το σπίτι ήταν μεγάλο και ζεστό, στολισμένο και με πολύ φως. Οι μυρωδιές από φούρνους και κατσαρόλες κατέκλυζαν την ατμόσφαιρα και σε λίγο πολλοί άνθρωποι το σπίτι.

Έλειπαν όμως οι άνθρωποι που “ζέσταιναν” τα παιδικά μου Χριστούγεννα. Ένοιωθα παγωνιά. Μέχρι που θυμήθηκα τα όνειρα. Έκλεισα τα μάτια. Η γιαγιά ήταν μπροστά μου ολοζώντανη με το γέρικο χέρι της να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Ο μπαμπάς μου άπλωνε το χέρι δίνοντας μου ξανά ένα πεντακοσάρικο κι η μαμά μου έδινε ένα φλιτζάνι καρτεράκι με μέλι. Το μυαλό μου άστραψε! Όλα τα κουβαλάμε μέσα μας σκέφτηκα κι έστειλα ένα νοητό μήνυμα στην αδερφή και τον αδερφό που δεν είναι πια παιδιά με την ελπίδα ότι κάποτε θα ξαναείμαστε μαζί στις γιορτές.

Πάντως το σίγουρο είναι ένα: το φως και η ζεστασιά στα φετινά μου Χριστούγεννα διένυσαν δεκαετίες για να βρεθούν ξανά κοντά μου. Και σίγουρα μαζί τους κι η αγάπη εκείνων των χρόνων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζώντας κάθε Μεγαλοβδομάδα το θαύμα με το προζύμι στα πόδια του Σταυρωμένου Ιησού!

Κυπαρίσια με μπάλες από τσιγαρόχαρτα- Τα δέντρα της νοσταλγίας και της παιδικότητας

Mεγάλη Πέμπτη με άρωμα από ζυμωτά, ξυλόφουρνους, ντολμαδάκια, θυμίαμα και λεμονανθούς